ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΟΙΝΟΥ & ΑΜΠΕΛΟΥ ΕΠΑΝΟΜΗΣ-ACADEMY OF WINE AND VINE OF EPANOMI

Η φωτογραφία μου
ΕΠΑΝΟΜΗ, ΘΕΣΣΑΛΙΝΙΚΗ, Greece
α ΟΙΝΟ...λόγι@ ...διανέμονται δωρεάν... Τα κείμενα του περιοδικού μας , εκφράζουν πάντα την άποψη του κάθε συνεργάτη . Κείμενα και φωτογραφίες που αποστέλονται στο περιοδικό δεν επιστρέφονται. Φυσικά επιτρέπεται η αναδημοσίευση και η μετάδοση από οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο μέρος της έκδοσης ,χωρίς την άδεια του εκδότη αρκεί να είναι ακριβής και να αναφέρεται η πηγή. ΕΚΔΟΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΟΙΝΟΥ & ΑΜΠΕΛΟΥ ΕΠΑΝΟΜΗΣ Βασιλ. Κων/ντινου 13 - ΕΠΑΝΟΜΗ Τηλ.- fax 2392042149 Ε-mail: akademepanomi@yahoo.gr http://www.akademepanomi.blogspot.com/ Σύνταξη - Επιμελεια-Εντύπου Υποδοχή Υλης Ευαγ.Κύρκος Δημόσιες σχέσεις Διαφημιστικό τμήμα Χρήσ. Στύλος Συντακτική Ομάδα Χρήσ. Ερινέλης Σοφοκλ. Καραγκούνης Σταυρ. Λάτσιος Αθαν. Μπασδεκίδης Χρήσ.Στύλος Δημ. Χαλιάπας Δημόσιες Σχέσεις Δημ. Γεροβασιλείου Φωτογράφηση Χρησ.Ερινέλης
....Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΚΙ΄ΕΜΕΙΣ

ΛΕΞΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΩΝ ΕΠΑΝΟΜΗΣ

η.

Ααα!!!…. : α. σαρκασμός, ειρωνεία, β. θαυμασμός.

Α-ά (αά) : α. μάλιστα, β. ναι.

Α : (στιγμιαίο), α. ορίστε ; , β. έ ;.

Ά : λύση απορίας.

A ; : ερώτηση.

Α… . : συγκατάβαση. Άι ρα = άντε, τι είναι αυτά που λες, δεν τα πιστεύω, Άου = επιφώνημα εκπλήξεως και ντροπής. Γενικά όλα τα φωνήεντα αποκτούν διαφορετικό νόημα ανάλογα με τον τρόπο που εκφέρονται, αλλά και τις κινήσεις των χεριών που τον συνοδεύουν.

αβάντα (η) : α. η δόλια υποστήριξη, β. η μίζα, (σε περιπτώσεις πλειστηριασμού υπάρχει κάποιος που «πετάγεται» πρώτος και πλειοδοτεί παρασύροντας το θύμα να πλειοδοτήσει περισσότερα και παίρνει, στο τέλος, μίζα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «παπά» (εδώ παπάς, εκεί παπάς πού είναι ο παπάς; Τότε κάποιος «μιλημένος» ποντάρει και κερδίζει πάντοτε ώστε να ξεγελαστούν και οι άλλοι περίεργοι), γ. Προέλευση : από το ιταλ. avanta = καυχιέμαι, πηγή : ΑΠΘ.

αβάντσου (του) : α. η παραχώρηση πλεονεκτήματος στον αντίπαλο από τον, θεωρητικά, ισχυρότερο, β. μπροστάντζα, προκαταβολή, γ. Προέλευση : από τα ο ιταλ. avanzo, πηγή : ΑΠΘ .

άβαρτους : (επίθ.) α. ο αχτύπητος, β. μετ. ο καλοπερασάκιας, γ. Προέλευση : από το αρχ. α+βαρώ, πηγή : ΑΠΘ.

αβάσταγους και αβάσταχτους (επίθ.) : α. ο ασυγκράτητος, β. ο ανυπόμονος, γ. ο ανυπόφορος, δ. ο ασήκωτος, ε. μεταφ. = ο νταής.

αβγάτσμα ʼ) : α. αύξηση, β. μεγάλωμα, γ. αβγατένου (ρ.) = 1. μεγαλώνω, 2, αυξάνω, 3. πληθαίνω, δ. Προέλευση : από το αρχ. εγβατός, πηγή : ΑΠΘ.

αβγιούμι : αφηγούμαι

αβέρτα (επίρ.) : α. ανοιχτά, β. απεριόριστα, γ. χουβαρντάδικα, δ. απλόχερα, ε. Φράσεις : «ξουδέβʼ αβέρτα» (σε τρίτο πρόσωπο) = είναι σπάταλος, «Όι, αβέρτα λόια…» = μίλα μου στα ίσια, ανοιχτά, στ. συνων. ντάμπαρα λόια, ντόμπρα, ζ. Προέλευση : από το βενετ. averto = ορθάνοιχτος, πηγή : ΑΠΘ .

αβλόϊρας (ου) : α. αυλή που περιβάλλει το κτίριο του σπιτιού (αλλά και της εκκλησίας, του σχολείου κτλ.), β. η περιφραγμένη με τοίχο αυλή του σπιτιού, γ. ο περίβολος του κτίσματος, δ. Προέλευση : από το αυλή+γύρος.

αβτζής (ου) : α. κυνηγός, β. καλός σκοπευτής, γ. (τουρκ. avci, πηγή : ΑΠΘ).

αγάλ' (επίρ.) : α. σιγά – σιγά, β. μαλακά, γ. ήρεμα, δ. Προέλευση : από το ελνστ. αγάλιν, πηγή : ΑΠΘ.

αγαλαντζής (ου) : ο γανωτής.

αγάμτους (επίθ.) : ( υποτιμητική έως υβριστική λέξη ) : α. ο παρθένος -α, β. ο ανέραστος -η, γ. αυτός που τον χτύπησε η αγαμία στο κεφάλι.

αγαπητʼκός (ου) : α. ο εραστής, β. ο ερωμένος, γ. ο νταβατζής. αγαπητ'κιά = η ερωμένη.

αγαρινός (ου) : α. ο άπιστος β. αυτός που δεν τηρεί τα ήθη και έθιμα γ. ο Μωαμεθανός και ειδικότερα ο Τούρκος, δ. Προέλευση : από το Άγαρ. (Σημ. lias : ήταν η παλλακίδα του Αβραάμ που ο γιος της Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης των Αράβων).

αγάς (ου) : α. Τούρκος αξιωματούχος (στρατιωτικός ή διοικητικός), β. (Χ.Χ. Τούρκος της περιοχής που ανήκε στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού), γ. μετ. ο χάχας,

αγιάντς (ου) : α. φυτό που μοιάζει με την καντηλίνα (φασκόμηλο) και ανθίζει στα τέλη Ιουνίου, β. (lias) : το φυτό salvia sclarea.

αγγιό και αγγειό ʼ) : α. δοχείο, χάλκινο οικιακό σκεύος για τη μεταφορά, βράσιμο ή μαγείρεμα υγρών (όχι φαγητού ή ποτού), β. το καθίκι των μικρών, γ. υβρ. παλιοτόμαρο, αισχρός άνθρωπος, δ. πληθ.

αγγιλουκρούουμι (ρ.) : α. ψυχορραγώ, β. έχω παραισθήσεις (το παραλήρημα των ετοιμοθάνατων), γ είμαι ετοιμοθάνατος

αγγόνʼʼ) : α. το εγγόνι, β. αγγουνή = η εγγονή, γ. Προέλευση : από το αρχαίο έγγονος, πηγή : ΑΠΘ.

αγγουνάρʼ (του) : μεγάλη παραλληλεπίπεδη πέτρα για τη στήριξη των εξωτερικών πέτρινων γωνιών των εξωτερικών τοίχων του σπιτιού.

αγιάζʼ (τ΄) : α. πρωινή ή βραδινή υγρασία με διαπεραστικό κρύο, β. η πάχνη, γ. Προέλευση : από το τουρκ. ayaz, πηγή : ΑΠΘ.

αγίασμα (τʼ) : α. το νερό που αγίασε ο παπάς β. το νερό πηγής κοντά σε εκκλησία, μοναστήρι κτλ. γ. μετ. το εκλεκτό ποτό και ιδίως το τσίπουρο.

αγιάρʼʼ) : α. το υπόδειγμα με το οποίο διαπιστώνει η αγορανομία αν η ζυγαριά ζυγίζει επακριβώς, β. η υποδιαίρεση μίας κλίμακας μέτρησης (χάρακα, μέτρου κτλ.), γ. η χαραγή του μέτρου ή του κανόνα του κανταριού, δ. η σύγκριση, ε. Φράση : «είνι στ΄αγιάρ» = είναι σωστά ζυγισμένο, στ. (τουρκ. ayar), ζ. (lias : παλαιότερα συνηθίζονταν οι έλεγχοι των ζυγαριών των καταστημάτων από την Αστυνομία. Ο κ. Υπάλληλος, που ήταν αρμόδιος, είχε υποδείγματα μέτρου, κιλού κλπ. και με αυτά έλεγχε τις ζυγαριές και, εφ΄ όσον ζύγιζαν εντάξει τις σημάδευε με μία μολυβένια σφραγίδα. Τα υποδείγματα τα ονόμαζε αγιάργια ).

αγιαστούρα (η) : α. μάτσο βασιλικού μαζί με το Σταυρό με το οποίο ευλογεί, ραντίζοντας με τον αγιασμό στο κεφάλι ο παπάς, το εκκλησίασμα, β. μετ. σταυροειδές ξύλο για ξυλοκόπημα.

αγκαλιά (η) : α. η αγκαλιά β. η ποσότητα που μπορούν να κρατήσουν τα δύο χέρια, γ. Φράση : «μια αγκαλιά τσάκνα», δ. Προέλευση : από το αρχαίο αγκάλη, πηγή : ΑΠΘ.

αγκάλιασμα (τ΄) : α. το σφίξιμο κάποιου με τα δύο χέρια, β. το άγριο μάλωμα, γ. Φράση : «πέ ου ένας, πέ ου άλλους στουν πάτου αγκαλιάσκαν» = μάλωσαν άσχημα.

αγκιλώνου (ρ.) : α. γαντζώνω, β. τσιμπώ, γ. συνών. : γραπατσώνου, θλικώνου, αδράχνου, κτλ. δ. Προέλευση : από το αρχαίο αγκυλώ = λυγίζω, γωνιάζω, πηγή : ΑΠΘ.

αγκαίους (τʼ) : α. το αποχωρητήριο, β. το καμπινέ (Παπασιώπης), γ. συνών. ου χαλές, ου απόπατους, του μέρους, ου απουτέτχιους.

αγκόνας (ου) : α. ο αγκώνας του χεριού β. Προέλευση : από το αρχ. αγκών, πηγή : ΑΠΘ.

αγκόρτσου (του) : α. το άγριο μπολιασμένο αχλάδι, β. (Παπασιώπης = αγριάχλαδο), γ. Προέλευση : από το βουλγ. gornica, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 255.

αγκοουρτσιά : το δένδρο που βγάζει τα αγκόρτσα

αγκουνή (η) : α. η γωνία, β. το σημείο ένωσης δύο τοίχων, γ. Προέλευση : από το ελνστ. αγκωνή, πηγή : Δημητράκος.

αγκούσα (η) : α. δύσπνοια, β. αγκομαχητό, γ. αγωνία, δ. το άγχος, ε. η στενάχωρη διάθεση, στ. η δυσφορία, ζ. η μεγάλη ζέστη – καύσωνας. η. Προέλευση : από το ιταλ. angossa, πηγή : ΑΠΘ, θ. (lias : γιατί όχι από το άγχος ; )

αγλέουρας (ου) : α. αυτός που τρώει όσα και ότι βρει μπροστά του, β. Προέλευση : από το αρχαίο ελλέβορος, πηγή : ΑΠΘ.

αγλίφου : γλύφω

αγνάντιμα (τʼ) : α. παρατήρηση της θέας από ψηλά, β. το παρατηρητήριο, γ. Προέλευση : από το έναντι, πηγή : ΑΠΘ.

αγριάδα (η) : α. τα παράσιτα των χωραφιών, β. οι χοντροκομμένοι τρόποι κάποιου, γ. η επιδείνωση του καιρού, δ. η αγριότητα της έκφρασης κάποιου, ε. χωρικός και ιδιαίτερα ο ορεσίβιος, στ. ο τραχύς, ζ. Προέλευση : από το μσν. αγριάδα<άγριος, πηγή : ΑΠΘ. αγρατσούντστους (επίθ.) : α. αυτός που δεν προσπάθησε, β. αυτός που δεν μόχθησε, γ. ο αχαΐρευτος, δ. Φράση : [/i]«ίιι, αυτήν έχ' τουν απλάτʼς αγρατσούντστου»[/i] = είναι ανοικοκύρευτη, ε. Προέλευση : από το ήχο «γράτσ-γράτς», πηγή : ΑΠΘ. άγριμα (τʼ) : α. νευρίασμα, β. αγρέβου (ρ) = 1. ξύνω και κάνω μία επιφάνεια τραχεία, 2. νευριάζω - είμαι έτοιμος για μάλωμα, γ. επιδείνωση μια κατάστασης, δ. αγρίεμα, ε. Φράση : «άγριψι ου κιρός» = επιδεινώθηκε ο καιρός.

αγρόγκουρτσου (τʼ) : α. το άγριο αχλάδι, β. μετ. άνθρωπος με ιδιότροπους τρόπους, γ. Προέλευση : από το βουλγ. gornic = άγρια αχλαδιά, πηγή : ΑΠΘ, δ. (lias = γιατί όχι από το αγριόκαρπος; )

αγριντιά (η) : α. μακρύ ίσιο καδρόνι που στερέωνε στην κορυφή της σκεπής, β. ο στυλοβάτης, γ. μετ. ψηλός και λεπτός άνθρωπος.

αγροικώ και γρικώ* (ρ.) : α. ξέρω, β. γνωρίζω, γ. σκαμπάζω, δ. καταλαβαίνω. αγρουκόρτσου και αγρόκουρτσου (του) : α. αγοροκόριτσο, β. ατίθασο κορίτσι,.

άγριους (επίθ.) : α. ο πρωτόγονος, ο ανεξημέρωτος (άνθρωπος, ζώο η φυτό), β. ο ατίθασος, ο ακαλλιέργητος, γ. ο δυνατός, ο τραχύς δ. ο σκληρός, ε. Φράσεις : [i]«άγριψι του χιόν'»[/ι] = δυνάμωσε η χιονόπτωση, «άγριους σουβάς» = χοντρό σοφάτισμα του τοίχου, «άγριου ύφασμα» = τραχύ, χοντροπλεγμένο ύφασμα, στ. συνών. αγράδα*.

αγρουτζιόμπανους (ου) : α. άνθρωπος με ταλαιπωρημένη και άσκημη εμφάνιση από την κακουχία και τη στέρηση, β. μετ. ο αγενής, ο ακοινώνητος, γ. αυτός που κατέβηκε από τα βουνά.

αγύρστους (επίθ.) : α. ο διάβολος αλλά και ο θάνατος, (βρισιά : «να παένς στουν αγύρστου» = να πάς στο διάβολο), β. ο ισχυρογνώμων, γ. Φράση : «Εχ(ι) ένα αγύρστου κιφάλʼ» = για τον ισχυρογνώμονα. αδγιάζουμι (ρ.) : α. βιάζομαι, β. αδγιάζου = ευκαιρώ, δ. Φράση : «δεν αδγιάζου τώρα» = δεν ευκαιρώ, ε. Προέλευση : από το αρχαίο βιάζω = ασκώ πίεση, πηγή : ΑΠΘ, (άντε>άι + βιάζομαι ).

αδιάζμους (ου) : α. ο δυόσμος ή το άισμα*, β. Προέλευση : από το ηδύοσμος > εύοσμος.

αδίμʼτου (του) : χοντρό, πυκνοϋφασμένο ύφασμα.

αδιρφουμίρʼ (του) : α. το μερίδιο της περιουσίας κάθε αδελφού, β. (σημ. lias : όχι αδελφής διότι αυτή έπαιρνε προίκα).

αδουκιούμι (ρ.) : α. θυμάμαι, β. αναπολώ, γ. Προέλευση από το αρχαίο δοκώ, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 247, Τσότσος : από το δοκέομαι – δοκεί μοι = μου φαίνεται, νομίζω, σ. 237.

αδράχνου (ρ.) : α. αρπάζω, πιάνω κάτι δυνατά με τα χέρια για μη μου ξεφύγει, β. αρπάζω με βιαιότητα, γ. χουφτώνω, δ. επωφελούμαι, ε. (του) άδραχμα ή δράξιμου = το δυνατό πιάσιμο από κάτι, στ. Φράση : «τουν έδραξα απ΄ τουν λιμό», από το αρχαίο δράσσομαι, Δημητράκος – ΑΠΘ /// Τσότσος : από το μσν. δράχνω.

αδράχτ' (τ΄) : α. μακρουλό στρόγγυλο ξύλο στο οποίο τυλίγεται κατά το γνέσιμο το μαλλί, β. η άτρακτος με την οποία τυλίγουν το νήμα του αργαλειού, γ. Προέλευση : από το ελνστ. άτρακτος – αρχαίο άδρακτος, πηγή : ΑΠΘ.

αδραχτιά (η) : α. η ποσότητα μίας χούφτας, β. το τυλιγμένο νήμα μαλλιού, γ. Προέλευση : από το αρχαίο δραξ, πηγή : ΑΠΘ.

αζμπόρτστους (επίθ.) : α. ο αδιάφορος, β. ο χαβαλέ τύπος ανθρώπου, γ ο ανίδεος, δ. ο ακοινώνητος, ε. ο αμίλητος, στ. ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους (πηγή: anna67@ giapraki.com), ζ. (σερβ. ajbor, πηγή : Μαλούτας).

αζούρστους (επίθ.) : α. ο άνετος, β. ο αεράτος, γ. αυτός που δεν δυσκολεύτηκε, δ. αυτός που βολεύτηκε με μεγάλη προίκα ή καλή κληρονομιά.

αητόςʼ (του) : α. το ξεφτέρι, β. ο ικανός άνθρωπος.

αθέρας (ου) : α. η απείραχτη ακμή του ξυραφιού ή του μαχαιριού, β. το εκλεκτότερο τμήμα ενός είδους, γ. η αφρόκρεμα, δ. Προέλευση : από το αρχαίο αθήρ, πηγή : ΑΠΘ.

άιντι – άιντι (φράση) : α. με την έκφραση αυτή ο ακροατής μπορεί να εννοήσει αν ειπωθεί «άιντι, άιντι» σημαίνει = άντε, άφησέ τα.

αϊράνʼ (η) : α. το ξινόγαλο, β. η αριάνη, γ. πρόβειο γιαούρτι αραιωμένο με νερό, δ. αραιή διάλυση τσιμέντου για την πλήρωση των τυχόν κενών του κυρίως τσιμέντου, ε. lias : αϊράν ξέρω ότι είναι το νερουλό ξέρασμα κάθε υλικού που συμπιέζεται και συνήθως πετιέται, (όπως το περισσευούμενο νερό από το τσιμέντο, το τυρόγαλο από το τυρί που πήζει κτλ.), στ. Προέλευση : από το τουρκ. ayran, πηγή : ΑΠΘ, ζ. (lias : γιατί όχι από το αήρ;.)

αϊρκό (του) : α. το αερικό, β. το φάντασμα.

αΐσκιουτους (επίθ.) : α. ο ατρόμητος, β. ο άχαρος, γ. ο άνθρωπος που δεν φοβάται, δ. το άτομο χωρίς κύρος και σοβαρότητα, ο ανυπόληπτος, ε. (Χ.Χ. = ο άνθρωπος που τριγυρνάει το βράδυ χωρίς να φοβάται το ίσκιουμα).

αiτός : χαρταετός

ακουμπέτʼ : (επιφ.) : α. και μετά ; β. τέλος πάντων, γ. πράγματι! δ. Προέλευση : από το τουρ. akibet, πηγή : Χ.Χ.

ακλάγκαθου : 1παρονυχία 2 μολυνση του νυχιού

άκλουθου (του) : α. ο υμένας που τυλίγει το νεογέννητο ζώο, β. ο υμένας.

ακόλλα (η) : α. διπλή κόλλα αναφοράς (πηγή : Νιάνια), β. άριγη κόλλα χαρτιού (πηγή : Χ.Χ.).

ακόπχιαστους (ου) : α. ο ακατάδεχτος, β. ο καλεσμένος που δεν έρχεται.

ακουμπώ (ρ.) α. αγγίζω κάποιον, β. στηρίζομαι κάπου, γ. κοντεύω να πετύχω κάτι, δ. "τς ακουμπώ" = πληρώνω τους λογαριασμούς μου.

ακοινόντστους (επίθ.) : α. ο ακοινώνητος, β. δες και κουνουστώ*.

αλαμπουρνέζʼκα (τα) : τα ακαταλαβίστικα λόγια, λέξεις κτλ.

αλαμπρατσέτα (επίρ.) : α. αγκαζέ, β. με συνοδεία, γ. Φράση : «τουν πήγαν αλά μπρατσέτα» = τον συνέλαβαν και τον πήγαν στο τμήμα πιάνοντάς τον από τα χέρια δύο άτομα.

αλάνʼʼ) : α. το αλητόπαιδο, β. ο αλήτης, γ. αλανιάρς (επίθ.) 1. ο αλητόβιος, 2. το άτομο που προτιμάει την εξωοικογενειακή ζωή.

αλαντάμ-παπαντάμ : α. φράση που σημαίνει το πατροπαράδοτο ( έθιμο, συνήθεια κλπ. ) β. από ανέκαθεν, από απροσδιόριστο χρόνο, γ. πάππου προς πάππον, δ. συν. μπαμπάμ – μπαμπαντάμ.

Αλμπίσκα :λιμπίστικα

αλαντζιάς (ου) : α. χοντροπλεγμένο και ανθεκτικό ύφασμα. (Προέλευση από το τούρκ. alaca [πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256], β. το ρούχο που έγινε με αλατζιά, γ. (Δημητράκος : το βαμβακερό ύφασμα ποικίλων χρωματιστών ραβδώσεων), δ. (ΑΠΘ : βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας).

αλατζιάκ - βιριτζέκ : (φράση) : α. οι δοσοληψίες, β. το πάρε – δώσε, γ. το αλισβερίσι.

αλάφχιασμα (του) : α. η αναστάτωση, β. το τρόμαγμα.

αλαφρός (επίθ.) : α. ο ελαφρύς, β. ο χαζός, γ. ο ελαφρόμυαλος, δ. αλαφρά = 1. η επιπόλαιη γυναίκα, 2. η γυναίκα με εφήμερους έρωτες, ε. Φράσεις : «αλαφρά γιουρτή» = είναι ελαφρόμυαλος, «ζγιάζʼ απʼ τς αλαφρές» = 1. είναι χαζός, 2. κλέβει στο ζύγισμα με το καντάρι,

αλιάγας (επίθ.) : α. ο ανεπιθύμητος, β. ο διπρόσωπος, γ. αυτό που λέει πολλά αλλά δεν πρέπει να του δίνεται εμπιστοσύνη.

αλιβρίτς (ου) : α. η στοματίτιδα, β. αρρώστια των δημητριακών, γ. (lias : τα στελέχη και τα φύλλα του σιταριού παίρνουν ένα λευκό και χνουδωτό άσπρο χρώμα σαν να αλευρώθηκαν).

αλιμούρα (η) : α. το πλιάτσικο, β. ή βίαιη αρπαγή, γ. Προέλευση : από το λιμός = μεγάλη πείνα.

αλισβιρίσ(ί) : δοσοληξία

αλιχτώ (ρ.) : α. φωνάζω, β. ουρλιάζω, γ. γαβγίζω.

αλμπάνς (ου) : α. ο πεταλωτής β. μετ. ο ατζαμής, ο άπειρος (κουρέας, γιατρός, ράφτης, κτλ.), γ. Προέλευση : από το περσ. nalbant , πηγή : ΑΠΘ.

αλμπίζουμι :λιμπίζομαι

αλοίφου (ρ.) : α. βάφω, β. ασβεστώνω, γ. απλώνω βούτυρο, μαρμελάδα κλπ. σε μία φέτα ψωμιού, δ. πασαλείφω.

άλουγου (του) : α. το παράλογο, β. άλουγους = ο σχιζοφρενής, γ. (lias : δεν υπάρχει άλουγου = άλογο στα Επανομίτικα, τον ίππο, το άλογο δηλαδή, τον λέμε «πράμα»).

αλόυρα (επίρ.) : α. γύρω – γύρω σε κύκλο, β. ολόγυρα, γ. Φράση : «τουν ίφιρα αλόιρα» = τον τύλιξα, τον κατάφερα, τον έπεισα.

αλʼπού (η) : α. η αλεπού, β. πονηρός άνθρωπος, γ. Φράση : «ικατό η αλπού ικατόν δέκα τʼ αλπόπλου» = ο πιτσιρικάς που είναι παντογνώστης ή αντιρισίας.

αλ(ι)πούμι (ρ.) : α. θλίβομαι, β. λυπούμαι, γ. Φράση : «αλπούμι να του φουρλιάξου» = είναι κρίμα να το πετάξω.

αρτιρνώ (ρ.) : επαυξάνω.

άλτσους (ου) : α. χοντρή μεταλλική αλυσίδα, β. οι φουσκάλες του κρασιού στο ποτήρι (όταν είναι φρέσκο το κρασί από το βαρέλι φαίνεται να δημιουργείται αλυσίδα στο τοίχωμα του ποτηριού από τις φυσαλίδες ), γ. Προέλευση : από το βυζ. αλύσιον, πηγή : ΑΠΘ.

(τς) άλ(ι)φουρα (επίρ.) : α. πριν λίγο καιρό, β. τις προάλλες.

αμακατζής (επίθ.) : α. ο τρακαδόρος, β. αμάκα (επίρ.) = τζάμπα, γ. Προέλευση : από το βενετ. a maca = με έξοδα άλλου, πηγή : ΑΠΘ.

αμανάτ΄ : (του) : α. το ενέχυρο, β. το λάφυρο, γ. η εγγύηση, δ. η παρακαταθήκη, ε. μετ. το γεροντοπαλίκαρο ή η γεροντοκόρη, στ. Προέλευση : από το αράβ. emanet = αντικείμενο για φύλαξη πηγή : ΑΠΘ.

αμασκάλ(ι) : μασχάλη

αμαρκάλτστους (επίθ.) : α. το ζώο που δεν γονιμοποιήθηκε (δες μαρκάλα*), β. μετ. ο άνθρωπος που δεν έχει κάνει ακόμη sex.

αμάχ(η) : έχθρα

αμίκους (επίθ.) : ο έντονα μελαχρινός (lias : οι νέγροι που πολεμούσαν μαζί με τους Γάλλους κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).

αμπάρʼʼ) : α. αποθηκευτικός χώρος για τα γεννήματα (και ιδίως του σιταριού) μέσα στο σπίτι που είχε ένα συρταρωτό πορτάκι στο κάτω μέρος τους για την εξαγωγή της απαιτούμενης ποσότητας, β. (τουρ. ambar, πηγή : ΑΠΘ ).

αμπάρα (η) : α. χοντρό κομμάτι ξύλου ή σίδερου που ασφαλίζει από το εσωτερικό μέρος την εξώπορτα του σπιτιού, β. αμπαρώνουμι (ρ.) = καταφεύγω και ασφαλίζομαι μέσα στο σπίτι μου, γ. αμπάρουμα (του) = το ερμητικό κλείσιμο, το σφράγισμα, δ. Προέλευση : από το ιταλ. barra, πηγή : ΑΠΘ.

αμπάρζα (επίρ.) α. ψάχνω παντού χωρίς διάκριση, β. το παιδικό παιχνίδι «σκλαβάκια», γ. παίρνω σβάρνα, δ. Φράση (στο παιδικό παιχνίδι κρυφτούλι) : «φτού! πέρνου αμπάρζα κι βγένου», ε. Προέλευση : από το αλβ. ambares, πηγή : ΑΠΘ.

αμασκάλʼ : (επίρ.) : α. παραμάσχαλα, β. στον κόρφο.

αμπόλιασμα ʼ) : α. ο εμβολιασμός β. μετ. ο αρραβώνας. (πηγή : Νιάνια), .

αμπόλʼ = μετ. το κολλητήρι, ο άνθρωπος που δεν μπορείς να απαλλαγείς απ΄ αυτόν, δ. Προέλευση : από το ελνστ. εμβόλιον, πηγή : ΑΠΘ.

άμπουρους (ου) : α. ο αχνός του φαγητού, β. ο υδρατμός, γ. η ομίχλη.

αμπράσκους : (επίθ.) : α. ο ασχημάνθρωπος, β. ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

αμπρέ (επιφ.) : α. σιγά πού …, β. μωρέ, γ. βρε.

αμσίσκα : (ρ.) : α. βαρέθηκα, β. σιχάθηκα, γ. σε μίσησα με την συμπεριφορά σου (Γ. Παφίλης), δ. Προέλευση : από το μισώ, πηγή : Π.Λ.Μπ..

ανάβαλμα (του) : α. η συκοφαντία, β. η διαβολή.

αναβουδίζου (ρ.) : στερεώνω το στημόνι στον αργαλειό.

ανάκαρα : αντοχή

ανάμ(ι) ; σημαντικό γεγονός ,αξέχαστο

ανικούκουρδα (επίρ.) : α. στηρίζομαι στα γόνατά μου, σταυροπόδι, β. σχεδόν οκλαδόν, γ. κάθομαι στα γόνατα, δ. Προέλευση : από το ελνστ. κλωκυδά<αρχ. οκλαδόν, πηγή : ΑΠΘ.

ανάλαγους (επίθ.) : α. ο ντυμένος με πρόχειρα, καθημερινά ρούχα και δεν μπορεί να επισκεφτεί κάποιον.

αναλύσʼ (η) : α. η ρευστοποίηση στερεών (βουτύρου, κεριού, χιονιού κτλ.) με θερμότητα, β. το λιώσιμο, γ. το διάλυμα (Νινιά), δ. αναλνώ (ρ.) = λυώνω, ε. Προέλευση : από το αρχαίο αναλύω, πηγή : ΑΠΘ.

αναμμένους (επίθ.) : α. κατακόκκινος από το ζόρι, β. νευριασμένος (φράση : «αναμμένους φούρνους» = άνθρωπος έτοιμος να εκραγεί), γ. αναμούρα (η) = 1. έξαψη, 2. έντονος ερωτικός πόθος, δ. Προέλευση: από το ελνστ. άναμμα = μάζα φωτιάς, πηγή : ΑΠΘ.

απανσ΄ʼζ : (επίρ.) : αναπάντεχα, (ο τόνος στο σίγμα!).

ανασάτʼʼ) : α. η αναφορά, β. η απόδοση λογαριασμού, γ. η απολογία, δ, η επεξήγηση, ε. Φράση : «σιγά μην τουν δώσου ανασάτʼ» = σιγά που θα του δώσω λογαριασμό για ό,τι κάνω.

ανασκούμπτζμα και ανασκούμπουμα (του) : α. μαζεύω τα μανίκια και πιάνω δουλειά με νερό (πλύσιμο πιάτων, ρούχων κτλ.), β. δραστηριοποιούμε για κάποια δουλειά, γ. Προέλευση : από το ελνστ. ανακομπώ (ανά+κόμπος), πηγή : ΑΠΘ.

ανασκυρνώ (ρ.) : α. συμμαζεύω, β. ευπρεπίζω, γ. συγυρίζω, δ. διευθετώ, ε. τακτοποιώ, στ. ανασκίρσμα (του) = 1. η περιποίηση του σπιτιού, 2. το συμμάζεμα των κλινοσκεπασμάτων, ρούχων κλπ., 3. η τακτοποίηση, ζ. Προέλευση : από το ανά+γύρος, πηγή : Δημητράκος.

αναστόμζμα (του) : α. η ανταπάντηση, β. η αντίρρηση, γ. το άνοιγμα τρύπας (στομίου), δ. Προέλευση : από το ελνστ. αναστόμωσις = έξοδος, πηγή : ΑΠΘ.

ανέδρανι :με χάλασε

άναυλα : ξαφνικά

ανιέδρανι : με χάλασε

ανιμουδούρα (η) : α. η εργασία στην ανέμη, β. άστατος καιρός, ανεμοστρόβιλος, γ. άστατος χαρακτήρας, δ. φουριόζος, ε. Προέλευση : από το άνεμος+δέρνω, πηγή : ΑΠΘ.

ανιμουπύρουμα ʼ) : ο ερισύπελος, είδος δερματοπάθειας.

ανιμουσούρʼʼ) : α. σωρός σκουπιδιών, πεσμένων φύλλων κλπ. που προήλθε από το φύσημα του αέρα, ο ανεμοστρόβιλος, β. λοφίσκος χιονιού που δημιουργήθηκε με τον αέρα, γ. Προέλευση : από το ελνστ. ανεμόσουρις, πηγή : ΑΠΘ.

ανιτάζω : παραπονιούμαι ,κατηγορώ

ανκώ : (ρ.) νικώ, (πηγή :Κώστας Κοντάνας).

αντάμα (επίρ.) : α. μαζί, β. αντάμουμα (του) = 1. η συνάντηση, 2. η συγκέντρωση φίλων, 3. η συνάθροιση, δ. Φράση : «δεν άφκιν τα δγιό αντάμα» = τα ανακάτεψε όλα, δεν άφησε τίποτε όρθιο, ε. Προέλευση : από την ελνστ. φράση εν τω άμα, πηγή : ΑΠΘ.

αντάρα (η) : α. πυκνή καταχνιά, β. ο θυμός, το νευρίασμα, γ. η συννεφιά, δ. η φούρια, ε. ανταριασμένος (επίθ.) = ο φουρκισμένος, στ. ανταριάζουμι (ρ.) = θυμώνω, ζ. Φράση : «έχου μνιά αντάρα…» = 1. έχω πολύ δουλειά που πρέπει να τελειώσει γρήγορα, 2. έχω πολλά νεύρα, η. Προέλευση : από το αρχαίο αναταράσσω, πηγή : ΑΠΘ.

αντέτʼʼ). η συνήθεια, β. το πρέπον, γ. το έθιμο, δ. Φράσεις : «κοίτα μην σʼ απουμείν αντέτ» = πρόσεξε μη σου μείνει κακή συνήθεια, «έκαμιν όλα τʼ αντέτια» = τήρησε όλα τα έθιμα, ε. Προέλευση : από τον αρχαίο τύπο δέοντα, πηγή : ΑΠΘ.

αντζιάκ' : α. (;) δεν γνωρίζω τι σημαίνει. Το βρήκα στο ΙΝΒΑ, σελ. 256 και έχει προέλευση το τουρκικό ancak β. επί του πιεστηρίου (Καραντάνας) = 1. δεν φτάνει, 2. δεν υπάρχει, γ. Φράση στα τούρκικα : «αντζιάκ αϊράν, αϊράν ουσού».

αντράλα : ζάλη

αντηριούμι (ρ.) : α. ντρέπομαι, β. ψάχνομαι, γ. αναρωτιέμαι, δ. διστάζω, ε. κοιτάζω γύρω - γύρω, στ. Προέλευση : από το αρχαίο εντηρώ, πηγή : Π.Λ.Μπ.

αντί (τʼ) : α. γερό και μακρύ στρογγυλό ξύλινο εξάρτημα του αργαλειού για το τύλιγμα του υφάσματος, β. Φράση : «Θέλτς μι τʼ αντί» = θες γερό ξύλο, γ. Προέλευση : από το αρχαίο αντίον, πηγή : ΑΠΘ.

αντιρί (τʼ) : α. μακρύ ανδρικό επανωφόρι, β. δες παράρτημα αντρική φορεσιά*, γ. χιτώνας ποδήρης, ένδυμα αντρών (Παπασιώπης), δ. Προέλευση : από το τουρκ. anteri<αραβ. entari, πηγή : ΑΠΘ.

αντράλα (η) : α. η ζαλάδα, β. η σκοτοδίνη, γ. αντραλίζουμι (ρ.) = ζαλίζομαι, δ. Προέλευση : από το μονστ. αντραλεύω, πηγή Τσακνάκης, ε. συνών. : θουλούρα, ντουβουρλίγκα.

αντράδιρφους (ου) : ο κουνιάδος, (από το άντρας + αδελφός).

αξάμουμα (του) : α. το πονηρό χάδι σε γυναίκες, β. το χάιδεμα με τα χέρια, το χούφτωμα γ. το πασπάτεμα, δ. το ξάφρισμα ξένου ταμείου, ε. αξαμώνου (ρ.) 1. απλώνω χέρι, 2. βάζω χέρι (πονηρά), στ. Προέλευση : (από το ιταλ. examinare, ΙΝΒΑ, σελ 253), ζ. lias : από το αρχ. ρήμα αξαμώ, πηγή : Π.Λ Μπ.

αξούγκʼʼ) : α. το λίπος των ζώων που συνήθως πετιέται, β. το ξύγκι, γ. Φράση (υποτιμητική για γέρο άνθρωπο) : «όλʼ αξούγκια είνʼ αυτός», γ. Προέλευση : από το αρχαίο οξύγγιον, πηγή : ΑΠΘ .

άξυνους (επιφ.) : α. άκουσε και μη μιλάς, β. σκασμός!, γ. (Χ.Χ. : άξι κι ξινός = μας κούρασε με το πολύ μίλημα).

αόκνιτους (επίθ) : α. ο ακούραστος, β. αυτός που δεν βαριέται, γ. ο ασταμάτητος, δ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο, ε. Προέλευση : από το αρχ. άοκνος = ζηλωτής, πηγή : ΑΠΘ.

αόρστους (επίθ.) : α. ο απρόθυμος, β. το άτομο που δεν δέχεται διαταγές.

άου ! : επιφώνημα μεγάλης (και δυσάρεστης, συνήθως θλιβερής) έκπληξης που επιτείνεται με το χτύπημα των χεριών στους μηρούς.

αούτους (επίθ.) : α. το άτομο ποντιακής καταγωγής ,

απανσούιζʼς (επίθ.) : α. ο βιαστικός (που κάνει μία δουλειά με το έτσι θέλω χωρίς να εξετάσει τις συνέπειες), β. ο προτρέχων, γ. ο ξαφνικός, δ. ο αφασιακός, ε. Προέλευση : από το τουρκικό apaniz, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, /// Χ.Χ. apansiz.

απαντές : (οι) : α. (στον πληθυντικό) : συνεχόμενες, απανωτές και γρήγορες σφαλιάρες, γροθιές, κλωτσιές κλπ. β. Φράση : «άμα ʼρχινίσου τς απαντές !».

απουκάτʼ : (επίρ.) : από κάτω.

απκάζου : (ρ.) : α. συμπεραίνω, β. κατανοώ, γ. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, δ. μαθαίνω, ε. γνωρίζω, στ. εννοώ, ζ. Προέλευση : από το απεικάζω, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 250.

άπλουμα (τʼ) : α. το κρέμασμα της μπουγάδας στο σκοινί, β. μετ. η αγγαρεία της μπουγάδας, γ. η ξάπλα, δ. η καταπάτηση και ιδιοποίηση μέρους του γειτονικού χωραφιού, ε. Φράση : «όι… άπλουμα κι αυτός!…» = για τον καταπατητή ιδίως χωραφιών.

απουλνώ : ελευθερώνω

απόλτσμα (τʼ) : α. το σχόλασμα, β. το αποτελείωμα, γ. το διώξιμο από τη δουλειά.

απόλυσʼ : (η) : το τέλος του εκκλησιασμού.

απόμνα (ρ. αόρ.) : α . έμεινα ανύπαντρος, β. έμεινα άφραγκος, γ. δεν έχω (ξύλα, τσιγάρα, βενζίνη κτλ ), δ. απουμνάρʼʼ) = το υπόλειμμα.

απόπατους (ου) : α. το αποχωρητήριο, β. το αφοδευτήριο, γ. συνών. χαλές, αναγκαίους κτλ.

απόριγμα (τʼ) : α. το έμβρυο του ανεπιθύμητου μωρού που αποβλήθηκε, β. μεταφ. ο τιποτένιος άνθρωπος, γ. ο κοντοκαμωμένος.

απόσκιπα (τʼ) : α. σκιερά μέρη, β. μυστικά λόγια – λόγια μεταξύ εμπίστων.

απουγίρζμα (τʼ) : ανταπόδοση, (δες : Ηλιαδέλη : «η χαρά»).

Απουκρ(ι)ά : (η) : α. η Κυριακή της Τυρινής, β. απουκρές (οι) = το δωδεκαήμερο από την Τσικνοπέμπτη ως και την Καθαρά Δευτέρα, γ. απουκρέβου (ρ.) = νηστεύω ιδίως από κρέας, απέχω από το κρέας.

απουκρένουμι : (ρ.) : α. απαντώ, β. ανταποκρίνομαι.

απουλνώ (ρ.) : α. αφήνω, β. ξαμολάω (περιστέρια, παμπόρια, πουρδές, του ζνάρʼ κτλ.), γ. Φράσεις : «απόλνα ράμμα» = μη διστάζεις (να κάνεις, να πεις κλπ), «απόλκα τα μπλάρια» = έκανα εμετό.

απόστους : απάγγειο ,μέρος που δεν φυσάει αέρας

απουσταμός (ου) : α. η κούραση, β. απουσταίνου (ρ.) = κουράζομαι, γ. Προέλευση : από τον αρχαίο τύπο αφίστημι, αφ-ίστημι, παρατ. αφίστην, μέλλ. αποστήσω, αόρ. α΄ απέστησα, μέσ. ενεστ. αφίσταμαι, παρατ. αφιστάμην, μέλλ. αποστήσομαι, αόρ. α΄ απεστησάμην, αόρ. β΄ απέστην, .

απουτέτχιους (επίθ.) : (lias : εδώ μπορούμε να εννοήσουμε οποιοδήποτε ουσιαστικό ή επίθετο θέλουμε και δεν επιθυμούμε να το εκστομίσουμε είτε από ντροπή είτε από άγνοια. Όπως λέγοντας «μαραφέτ» εννοούμε κάθε εργαλείο έτσι και με το «απουτέτχιους» μπορούμε να εννοήσουμε τον κίναιδο, το πέος, τον λωποδύτη και πάει λέγοντας), β. (η γιαγιά μου απουτέτχιου εννοούσε το αποχωρητήριο).

αριά (επίρ.) : α. αραιά, β. ρα! (βρε, προσφώνηση σε άνδρες), γ. Φράση : «αριά κι πού» = στη χάση και στη φέξη.

αραβάντς (ου) : α. ο μεταφορέας, β. ο γρήγορος αχθοφόρος, γ. ο τριποδισμός του αλόγου, δ. Φράση : «ντάχτʼ τʼ αραβάνʼ» = κάνε γρήγορα, με γρήγορο τρέξιμο, ε. Προέλευση : από το τουρκικό rahvan, revan, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.

αράδα (η) : α. η σειρά, β. η σειρά αναμονής, γ. (ως επιρ.) = συνεχώς, δ. Φράσεις : «αράδα συλουγιούμι» = 1. συνεχώς αναρωτιέμαι, 2. συνέχεια θυμάμαι, «μη τουν πέρς αράδα» = μην τον υπολογίζεις, «δεν τουν πέρς αράδα» = δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του κτλ., ε. (lias : τα καράβια που περιμένουν να ξεφορτώσουν έξω από το λιμάνι είναι «άροδο» = σε αναμονή).

αράδιασμα (του) : α. η ταξινόμηση, β. η λεπτομερής και κουραστική αφήγηση ασήμαντων ή και ανύπαρκτων γεγονότων, γ. η παράταξη.

αραδίζου (ρ.) = ψαχουλεύω τα ρούχα.

αραθμούμι : (ρ.) : α. νοσταλγώ, β. αραθίμσα = α. πεθύμησα έντονα κάτι, γ. θυμήθηκα.

αραθμους (επίθ.) : α. ο τεμπέλης, β. ο ράθυμος, γ. ο κακότροπος, δ. ο παλιοχαρακτήρας.

αραλίκʼʼ) : α. το μπαλκόνι (στεγασμένος ανοιχτός χώρος στα παλιά σπίτια), β. το χουζούρι, γ. η τεμπελιά, δ. Προέλευση : από το τουρκ. aralik = διακοπή – παύση, πηγή : ΑΠΘ # Δημητράκος λέει αραλίκι = ευρυχωρία, άπλα.

αραμνιά ; θάμνος

αργαλιά (τα) : το εργαστήριο των γυναικών όπου γινόταν η επεξεργασία του μαλλιού και η ύφανσή του. Στον πληθυντικό γιατί συνήθως υπήρχε και δεύτερος αργαλειός στο σπίτι.

άργασμα (του) : α. η ζύμωση και ωρίμανση (π.χ. του αλευριού, του ψωμιού κτλ.), β. η επεξεργασία με τα χέρια, γ. άργαστους (επίθ.) = 1. ο ανώριμος, 2. ο ακατέργαστος, δ. αργασμένους (επίθ.) = 1. ο ώριμος, 2. ο κατεργασμένος, ε. Προέλευση : από το αρχαίο οργάζω, πηγή : ΑΠΘ.

αριάνʼ : δες αϊράνʼ.

αρίδα (η) : α. χειροκίνητο τρυπάνι, β. εργαλείο για την εξαγωγή κομματιού κολοκύθας σε πλέγμα για την παρασκευή γλυκού του κουταλιού (κουλουκθάτου), γ. η γάμπα, δ. η ωραία κορμοστασιά, το μπόι, ε. Προέλευση : από το αρχαίο αρίς, πηγή ΑΠΘ.

αρίτσιους (ου) : α. ο σκαντζόχειρος, β. μετ. ο έχων σκληρά μαλλιά και δεν χτενίζονται, γ. δεικτικό πειραχτήρι, δ. αρίτσιουμα (του) = ο μεγάλος θυμός, ε. αριτσιώνουμι (ρ.) = εξαγριώνομαι, στ. Προέλευση : από το λατιν. : ericeus, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253.

άρκλα (η) : α. το σεντούκι, β. η κασέλα, γ. χώρος φύλαξης του ψωμιού.

αρμάζου (ρ.) : α. κερδίζω σε τυχερό παιχνίδι χρήματα κυρίως, β. Προέλευση : από το ρημάζω ή το αρπάζω,

αρμόζμους (ου) : α. το ζουμί της αρμιάς, β. ο «αέρας» του σχοινιού του χαρταετού.

Αρμινούδ(ι) : χαμόμηλλο

αρναυούτς (επίθ.) : α. ο πεισματάρης, β. ο άξεστος, γ. Αρβανίτης.

αρνίθα : κότα ( από το όρνιθα)

αρρουστκό (τʼ) : α. προσφορά φρούτων ή γλυκών σε άρρωστο, β. Φράση : «ίφιρις κάνα αρουσκό;» = ειρωνική έκφραση σε τρακαδόρο, τσαμπατζή.

αρουκάνστους : ο αδέξιος ,ο αμαθης,ο αγράμματος,

αρτιρμάς και αρτμάς (ου) : α. άλμα εις μήκος ( Παπασιώπης ), β. lias : ήταν παιχνίδι που πηδούσαν τα παιδιά άλμα εις μήκος ή άλμα τριπλούν χωρίς να παίρνουν φόρα.

αρτιρνώ (ρ.) : α. επαυξάνω, β. περισσεύω, γ. εξοικονομώ, δ. Προέλευση : από το μνστ. άρτιος Φράση : «μουνό δεν φτάνʼ!, ζυγό αρτιρνάει».

αρτιρμάς (ου) : α. το περίσσευμα της διανομής (που έμεινε άρτιο, δηλ. ολόκληρο και προορίζεται για εμάς ).

άρτσιουμα : ανατριχίλα ,ξεσήκωμα ,

αρχιδουκρέμασʼ (η) : α. ειρ. έως υβρ. άχρηστος και ανίκανος άνθρωπος για εργασία, β. ο γέρος που «κατέθεσε» τα γενετήσια όπλα, γ. η κήλη (ασθένεια).

αρχινώ : αρχίζω

ασιγούριφτους (επίθ) : α. ο ανήσυχος, β. ο τελειομανής, που ψάχνει και την παραμικρή λεπτομέρεια, γ. αεικίνητος που δεν εννοεί να καθίσει ήρεμος έστω και για λίγο, δ. ο ανασφαλής.

ασικλέτστους (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που δεν χολοσκάει, β. ο άνθρωπος που δεν νοιάζεται εύκολα.

άσκαστους (επίθ.) : ο ανέμελος, αυτός που δεν αγχώνεται.

ασιούρστους (επίθ.) : α. ο άπειρος, β. ο αφελής, γ. Φράση : «ασιούρστου πλί» = το άπειρο μικρό παιδί, δ. (Μαλούτας : πουλί που δεν κελάηδησε ακόμη, νεοσσός), ε. Προέλευση : από το ελνστ. συρίζω, πηγή: ΑΠΘ.

ασκένουμι (ρ.) : α. σιχαίνομαι, β. απεχθάνομαι, γ. Προέλευση : από το ελνστ. σικχαίνω, πηγή : ΑΠΘ.

άσκουλτσούν : α. φράση επιδοκιμασίας : μπράβο λεβέντη μου!, β. μπράβο για την επιτυχία σου παλικάρι μου!, γ. συγχαρητήρια!

ασλάντς (ου) : α. ο μάγκας, β. το παλικάρι (όχι ο νταής), γ. ο ατρόμητος, δ. το λιοντάρι (Δημητράκος), ε. Προέλευση : από το τουρκικό aslan, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.

άσουτους (επίθ.) : α. ο ανεξάντλητος, β. ο σπάταλος, γ. Φράσεις : «είνι άσουτους άσουτους» = άνθρωπος που σπαταλά συνέχεια (ατελείωτος άσωτος), «πίνʼ ( ή ρίχνʼ ) άσουτις» = για μεγάλο πότη.

άσπρα (τα) : α. βυζαντινά και τούρκικα νομίσματα μικρής αξίας.

αστουχώ (ρ.) : α. ξεχνώ, β. αστουχμένους και ξιαστουχμένους (επίθ.) = 1. ο αφηρημένος, 2. ο ξεχασιάρης, γ. αστουχνώ = πάσχω από άνοια, δ. δεν βρίσκω στόχο, ε. (από το ξεχνώ).

αστράφτου (ρ.) : α. λάμπω ολόκληρος, β. γυαλίζω τα ασημικά, υαλικά κλπ. που μοιάζουν με καινούρια, γ. χαστουκίζω με δύναμη κάποιον αναπάντεχα.

αστρέχα (ρ.) : α. υδρορροή, β. το αυλάκι που σχηματίζεται με τα νερά της βροχής που πέφτουν από τα κεραμίδια, (σημ. lias: προσωπικό βίωμα = παλαιότερα χωροθετούσαν τα όρια του οικοπέδου του σπιτιού), γ. το γείσο των κεραμιδιών όπου συγκεντρώνονται τα νερά για να καταλήξουν στο λούκι, δ. Προέλευση : από το σύνθετο ας+τρέχει.

ασφίρστους (επίθ) : α. ο άξεστος, β. αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, γ. αυτός που δεν χαμπαρίζει τίποτα, δ. ο αδέξιος, ε. ο χοντροκομμένος, στ. ο άψητος στη ζωή, ζ. ο ακοινώνητος.

ατζέμʼ (επίθ.) : α. περσικός, , β. (Μαλούτας : ατζέμʼ πιλάφʼ = πιλάφι μαγειρεμένο με την περσική συνταγή), γ. (lias : ατζέμ πιλάφ το λένε οι άσχετοι. Προέλευση : από το τουρκ. acem = περσικός, πηγή : ΑΠΘ.

ατσούμπαλους (επίθ.) : α. ο αδέξιος και ζημιάρης, β. ο ασουλούπωτος, γ. ο απεριποίητος, δ. Προέλευση: από το ελνστ. σιπαλός = άμορφος, πηγή : ΑΠΘ.

ατσκιά ; λουλούδι

αφαλός (ου) : α. ο ομφαλός, β. μεταφ. το κέντρο της πίτας, του κιχιού ή της μπουγάτσιας (μεγάλο στρόγγυλο ψωμί) κτλ. (lias : θεωρούνταν το εκλεκτότερο μέρος).

αφέντς (ου) : α. ο παπάς, β. το αφεντικό, γ. ο έχων το πρόσταγμα λόγω πείρας, ηλικίας ή αξιώματος, δ. ο μεγαλύτερος άνδρας στην οικογένεια (ο παππούς ή ο μπαμπάς), ε. Προέλευση : από το αρχ. αυθέντης = ο εξουσιάζων.

αφηρέθκα : ξεχάστηκα

αφιόνʼ (του) : α. το όπιο, β. (Παπασιώπης : το ναρκωτικό, κάθε τι που φέρνει νάρκη : όπιο, μάκους κτλ.), γ. μετ. τα πολύ άγουρα φρούτα (κορόμηλα, μήλα, αχλάδια κτλ. που είναι πολύ ξινά και στυφά αν τα φας άγουρα).

άφιρτους : (επίθ.) : α. ακοινώνητος, β. άνθρωπος χωρίς τρόπους, γ. ο αγενής.

άφκιμι : (σύνθ. λ.) : α. άσε με στην ησυχία μου, β. ελευθέρωσέ με (σε χωροφύλακα), γ. απάλλαξέ με.

αφκρούμι (ρ.) : α. κρυφακούω, β. στήνω αυτί, γ. αφκράζουμι (ρ.) = κάνω ησυχία για να ακούσω καλά κάποιο θόρυβο, δ. αφκριέτι (ρ.) = μετ. πηδιέται (ο κίναιδος), ε. Φράσεις : «αφκριέτι του χώμα» = στήνει αυτί στο χώμα και λόγω στάσης προβάλει τα οπίσθια προκαλώντας να γα**θεί, «αφκριέτι τουν κάτʼ τουν κόσμουν» = είναι ετοιμοθάνατος, στ. Προέλευση : από το ελνστ. αφουκράζομαι, πηγή : Δημητράκος.

αφουκάλτστους (επίθ.) : α. ο ακάθαρτος χώρος, β. ο χώρος που δεν σκουπίστηκε.

αφριά (η) : α. ο αφρός, β. η εκλεκτότερη ποσότητα ενός πράγματος, γ. το σύνολο των φυσαλίδων βράζοντος ή ζημώμενου υγρού (ο αφρός απ' το κρέας, το γάλα κλπ.), δ. η κορυφή, η «πέτσα» του παραδοσιακού γιαουρτιού, ε. πηχτό και με φουσκάλες σάλιο, στ. άφρισιν (ρ.) = έσκασε από το κακό του, ζ. αφρατεύου (ρ.) = χτυπώ κάτι για να γίνει αφράτο (π.χ. τα αυγά), η. αφράτους (επίθ.) = ο παχουλός, θ. Προέλευση : από το αρχαίο αφρός, πηγή : ΑΠΘ.

αφκριούμι : αφουγκράζωμαι

αφτός (αντων.) : α. αυτός, β. αφνούς = αυτουνούς (Παπασιώπης).

αχαμνός : (επίθ.) : α. κατώτερος, ο κακός, β. ο αδύνατος και αδύναμος, γ. αχαμνά ( τ' ως ουσ.) = οι όρχεις, (ως επίρ.) = άσχημα (φράση : «μί ρθιν αχαμνά» = αισθάνθηκα άσχημα [αηδίασα, ανακατεύτηκε το στομάχι μου κτλ.]) δ. Προέλευση : από το αρχ. χαύνος = πορώδης, αδύναμος, πηγή : ΑΠΘ.

άχαρους (επίθ.) : α. ο ασουλούπωτος, ο χωρίς χάρη, β. ο δυσάρεστος ρόλος, γ. ο ανιαρός, δ. ο κακομοίρης, ε. (σημ. lias : για την α ερμηνεία = σπάνια έχει αυτή την έννοια για τον Επανομίτη γιατί έχει βρεί χίλια-δυό κοσμητικά επίθετα :ανουστους, ξιντράχλιαβους* κτλ. κτλ.), στ. Προέλευση : από το αρχαίο άχαρις, πηγή : ΑΠΘ.

αχιλώνα (η) : η χελώνα.

αχμάκς (επίθ.) : α. ο κουτός, β. ο απονήρευτος, γ. ο αγαθός, δ. ο βραδύνους, ο μπουμπούνας, ε. μετ. ο βλάκας, στ. Προέλευση : από το τουρκ. ahmak, πηγή : ΑΠΘ .

αχνάτους (επίθ.) : α. αεράτος, β. ο ξένοιαστος, γ. Φράση : «αχνάτους – παχνάτους» = για τον ευδιάθετο που δεν βιάζεται να κάνει κάποια δουλειά.

αχούρʼ (τ΄) : α. ο στάβλος, β. ο αχερώνας, γ. ο ακατάστατος και βρώμικος χώρος, δ. (Προέλευση : από το άχαρος+χώρος και γιατί όχι από το άχυρο (lias : στο αχούρι αποθηκεύονται οι μπάλες του άχυρου), ε. Προέλευση : από το τουρκ. ahur< περσ. axir, πηγή : ΑΠΘ.

αχράντς (επίθ.) : α. ο αθυρόστομος, β. ο αχρείος (στα λόγια και στους τρόπους), γ. ο απότομος στους τρόπους, δ. ο ανικανοποίητος.

άχρηστους (επίθ.) : α. ο ανίκανος, β. μετ. το πέος, γ. μετ. ο αγροφύλακας.

αχυρόβουλου (του) : α. ξύλινο εργαλείο, αντί για γάντι, για την προστασία της παλάμης κατά τον θερισμό, β. Προέλευση από το άχυρο+βάλω.

αχώρια (επίρ.) : α. χωριστά, β. ξεχωριστά, γ. εκτός από… δ. Φράση : «πέντι φράγκα του σακί κι αχώρια τʼ αγώι» ), ε. Προέλευση : από το αρχαίο χωρίς, πηγή : ΑΠΘ.

αψύς (επίθ.) = ο οξύς, ζ. Φράση «αψιά ρακή» = έντονη

....................................................................................................

Β

βαένʼ (του) : α. ξύλινο δοχείο αποθήκευσης και ωρίμανσης του κρασιού, β. το κρασοβάρελο, γ. μεγάλων διαστάσεων βαρέλι (Παπασιώπης-τότι κι τώρα), δ. βαϊνάς = ο βαρελοποιός, ε. Προέλευση : από το λατ. lagena, σερβ. vagan, πηγή : ΑΠΘ.

βάζʼ (η) : α. ο θόρυβος, β. το βούισμα, γ. βάξʼ (η) = η βοή, δ. βαζούρα (η) = 1. η αναστάτωση, 2. η φασαρία, ο μπελάς, ε. βάξιμου (του) = 1. το βούισμα των αυτιών, 2. η φασαρία σε κλειστό χώρο.

βαΐζου (ρ.) : α. γέρνω προς κάποια κατεύθυνση, β. λαγοκοιμάμαι, γ. κοιμάμαι, δ. πλαγιάζω.

βάζιου : γυάλινο δοχείο μεταφοράς ,κυρίως ,τσίπουρου η κρασιού

βακούφκου (του) : α. η ακίνητη περιουσία μοναστηριού ή εκκλησιαστικού ιδρύματος, β. η εκκλησία, γ. Προέλευση : από το τουρκ. vakif, πηγή: ΑΠΘ.

βαλαντώνου : υποφέρω

βαλμάς (ου) : ο βοσκός αγελάδων ή άλλων μεγάλων ζώων.

βαλτακώνου : χώνομαι στη λάσπη η σε βρωμιές

βανου (ρ.) : α. φορώ, β. τοποθετώ, βάζω, γ. νικώ, κατατροπώνω, δ. Φράση : «έλα να δούμι : σι βάνου ή μι βάντς;» = έλα να δούμε : σε νικώ ή με νικάς;

βανταλαλώ ; φονάζω δυνατά

βαριά (η) : α. η βαριά, μεγάλο βαρύ σφυρί, β. η βαρυεστημάρα,

βαρβάτους (επίθ.) : α. ο στιβαρός, ο δυνατός, β. ο ατράνταχτος, γ. τράγος ή κριάρι που είναι καλός επιβήτορας, δ. Φράση : «έχʼ βαρβάτʼ δλιά» = έχει δουλειά που αποφέρει μεγάλα κέρδη, ε. Προέλευση : από το λατιν. barbatus = ο έχων γένια (=barba), πηγή : ΑΠΘ.

βαρένουμι (ρ.) : α. βαριέμαι, β. χτυπιέμαι, γ. βαριμάρα (η) =η ανία, δ. βαρένου (ρ.) = δέρνω, ε. τ΄ βαρέντς ; = αυνανίζεσαι ; στ. Φράσεις : «βάρι, χτύπα, ρίξι, δώσι, δείρι, λιάντσι κλπ.» = για το άτακτο παιδί, «βάρισι ου ήλιους» = βγήκε ο ήλιος, ζ. Προέλευση : από το αρχ. βαρώ, πηγή : ΑΠΘ.

βαρκό (του) : α. λασπώδες μέρος ( χωράφι, κτήμα κλπ ).

βαρόσʼ (του) : α. η κεντρική πλατεία της πόλης, β. η περιοχή γύρω από την κεντρική πλατεία (όπου διέμεναν οι προύχοντες), γ. είναι λέξη μεταβυζαντινή και σημαίνει το κέντρο της πόλης.

βασιλιάδις : α. παιδικό παιχνίδι με κότσια* ζώων, β. (Παπασιώπης = κότσια [παιχνίδι]).

βασίλιψα (ρ.) : α. νύσταξα, β. έδυσα, γ. Φράση : «βασίλιψιν ου ήλιους» = έδυσε.

βαστιούμι (ρ.) : α. κρατιέμαι – στηρίζομαι από κάπου, β. έχω πολλά χρήματα, (φράση : «βαστιέτι καλά!» = είναι ευκατάστατος ), γ. είμαι κοτσονάτος, δ. βαστώ (ρ.) = 1. αντέχω, 2. διαρκώ, 3. κρατώ.

βατσνιά : α. το φυτό βάτος, β. βάτσινα = τα βατόμουρα, γ. βατσίνα (η) = ο δαμαλισμός, (το εμβόλιο).

βάψʼ (η) : α. η βαφή, β. ο χρωματισμός, γ. βάψις (οι) = σταφύλια για τον χρωματισμό του κρασιού, δ. βαψίμʼ (του) = κάθε τι βαμμένο.

βζί (του) : α. ο μαστός, β. βζιάρου (η) = η γυναίκα με μεγάλο στήθος, γ. συνών. : μαστάρου, πλαστάρου, μιντέρου.

βιγγέρα (η) : α. η νυχτερινή συνάθροιση γυναικών το χειμώνα για διασκέδαση αλλά και την κατασκευή χειροπλεκτημάτων, εργόχειρων κα. β. Προέλευση : από το ιταλ. vegghera, πηγή : ΑΠΘ.

βιγκλίζου και βιγλίζου (ρ.) : α. παρακολουθώ, β. παραμονεύω, γ. φρουρώ, δ. φυλάγω, ε. Προέλευση : από το μσν. βίγλα = σκοπιά, πηγή : ΑΠΘ.

βίλα (η) : το πιρούνι.

βιλέντσα (η) : α. η φλοκάτη, β. είδος χοντρού κλινοσκεπάσματος.

βίζιτα (η) : α. η φιλική επίσκεψη, β. επίσκεψη πόρνης με σκοπό το σεξ, γ. βιός και βγιός (του) : α. η ακίνητη περιουσία, β. ο βίος του ανθρώπου, γ. ο χαρακτήρας, το ήθος του ανθρώπου, δ. τα άφθονα αγαθά, ε. το κοπάδι των ζώων, στ. Φράσεις : «του βιός παντρέβ΄ του στχιό» = με το χρήμα μπορείς να καταφέρεις οτιδήποτε, «ξέρς τι βιός είνι;» = ξέρεις τι σόι άνθρωπος είναι; ζ. Προέλευση : από το βίος, πηγή : ΑΠΘ.

βιριάνκου : έρημο ,εγκαταλελειμμένο

βιριάνσ (ο) : χαμένο κορμί

βιρβιρίτσα (η) : α. η νυφίτσα, β. μετ. η ακαταπόνητη αεικίνητη και δραστήρια γυναίκα, γ. Προέλευση : από το σλαβ. & βουλγ. ververitsa, πηγή : ΑΠΘ.

βιρβίρσμα και βιρβέρζμα (του) : α. ο οξύς πόνος, β. το άσκοπο στριφογύρισμα, γ.

βιτούλʼ (του) : το χρονιάτικο κατσικάκι, (πηγή Καραντάνας).

βίτσα : (η) : α. η ευλύγιστη βέργα, β. Προέλευση : από το μσν. βίτσα, πηγή : ΑΠΘ.

βόλτα (η) : α. ο δρόμος της κεντρικής πλατειας που μετατρεπόταν σε πεζόδρομο για να κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο οι Επανομίτες, β. η στροφή, ο γύρος, γ. Φράση : «τουν ίφιρι βόλτα» = τον κατάφερε, δ. η κυκλική κίνηση, ε. Προέλευση : από το ιταλ. volta, πηγή : ΑΠΘ.

Βλουημένος : ευλογημένος

βουνιά (η) : α. ζωικό κόπρανο μεγάλων ζώων (βοδιών, αλόγων κλπ.), β. η μεγάλη κηλίδα, γ. Προέλευση : από το αρχαίο βοωνία, πηγή : ΑΠΘ.

βούλα (η) : α. κυκλικό σημάδι, β. λακκάκι στο μάγουλο γ. στρόγγυλο σημάδι στο πρόσωπο, δ. η σφραγίδα, (σημ. lias : οι επιστολές, παλαιότερα, ασφαλίζονταν με βουλοκέρι όπου ο αποστολέας αποτύπωνε το ίχνος του δακτυλιδιού του για σημάδι), ε. Προέλευση : από το λατιν. bulla, πηγή : ΑΠΘ.

βουλουδέρνου (ρ.) : α. περιπλανιέμαι, β. ψάχνομαι, γ. Προέλευση : από το σλαβ. vol + der = βόδι + γδέρνω, (ο γδάρτης βοδιών που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο). Επίσης από το ελνστ. σβώλος+δέρνω). (σημ. lias : το τελευταίο δίνει την έννοια που άκουσα για τον άνθρωπο που περιπλανάται κάνοντας κάθε δουλειά για να επιβιώσει, που βολοδέρνεται αναγκαζόμενος να καθαρίζει ακόμα και στεγνωμένα κόπρανα στους στάβλους ).

βούργια : κουβάς

βούρζμα : (του) : η έντονη ερωτική διάθεση (για τα ζώα συνήθως).

βουρλίζουμι (ρ.) : α. παραζαλίζομαι, β. ταράσσομαι, γ. στριφογυρίζω, δ. συγυρίζω βιαστικά και απρόσεκτα, ε. βούρλου = 1. ο άνθρωπος χωρίς προορισμό, που βολεύεται όπου τύχει, 2. η απρόσεκτη νοικοκυρά, 3. το καλάμι στ. Προέλευση : από το ελνστ. βρούλον, πηγή : ΑΠΘ.

βρακουζούνα (η) : α. γυναικεία περισκελίς β. ζώνη μέχρι 10 εκατοστά πλάτους που συγκρατούσε το συντρόφι (= βρακί)Α.Σακκάς ), γ. (σημ. lias : παλιά δεν υπήρχαν λάστιχα), δ. Προέλευση : από το μσν. βρακίον+ζώνη, πηγή : ΑΠΘ, δ. δες κουζιανιώτκια φουρισιά*.

βρόνταγμα (του) : α. πέταγμα κατά γης κάποιου άχρηστου αντικειμένου με θυμό, β. δυνατό, θυμωμένο κλείσιμο της πόρτας, γ. βρουντώ (ρ.) = 1. κάνω μεγάλη φασαρία (φράση : «άναψιν κι βρόντσι» = νευρίασε και έκανε μεγάλο σαματά ), 2. παραπετώ, δ. Φράση «τα βρουντώ» = τα παρατώ, τα εγκαταλείπω.

βρουκόλακας (ου) : α. ο βρικόλακας, β. μετ. ο ξενύχτης, γ. ο ασυλλόγιστος, δ. (σημ. lias: κολοκύθα ή καρπούζι που αφαιρέθηκε η σάρκα και σκαλίστηκε ώστε να πάρει απαίσια μορφή, κατόπιν τοποθετούνταν στο εσωτερικό του αναμμένο κερί και περιφερόταν από τα παιδιά στους δρόμους κατά τις νυχτερινές ώρες αντί άλλου παιχνιδιού

βρουμώ : (ρ.) : α. έχω άσχημη μυρωδιά (στο σώμα,

στα ρούχα, στο χνώτο κτλ.), β. λερώνω κάποιο χώρο,

γ. αχρηστεύω κάτι με τα λόγια ή τις πράξεις μου,

δ. βρώμαρς (επίθ.) = 1. ο ακάθαρτος, 2. ο παλιάνθρωπος,

ε. βρώμου (η) =1. η βρομιάρα, η ακάθαρτη, 2. η πόρνη.

βρουντώ (ρ.) : α. τα παρατώ, β. χτυπώ, γ. πετώ άχρηστα

πράγματα.

βούζα (η) : η μεγάλη κοιλιά.

....................................................................................................................................................................

Γ

γιαβασιά (η) : το φίμωτρο των ζώων.

γαiδουρουγλιστια : πολύ μικρή έκταση χωραφιού ( λέγονταν περιπεκτικά για μικρής έκτασης οικόπεδα

γαϊτάνʼ (του) : α. το μεταξωτό διακοσμητικό κορδόνι, β. λεπτό κορδόνι για διακόσμηση ρούχων, στολών κτλ. γ. Προέλευση : από το βυζ. γαϊετάνιον, πηγή : ΑΠΘ.

γαλάρα (η) : κάθε μηρυκαστικό ζώο (πρόβατο, αγελάδα, γίδα κτλ.) που αρμέγεται και δίνει άφθονο γάλα.

γαλατσίδα (η) : το ραδίκι (επειδή όταν κοπεί από τη γή βγάζει έναν λευκό χυμό από το μίσχο).

γαλίκʼ (του) : α. το κοφίνι, β. μεγάλο καλάθι με δύο λαβές και πλεγμένο με κλαδιά λυγαριάς, γ. μονάδα μέτρησης όγκου, (σημ. lias : νομίζω ίση με τριάντα ή σαράντα οκάδες ).

γαλίφς (επίθ.) : α. ο κόλακας, β. γαλιφιά (η) = 1. η κολακεία, 2. η θωπεία, 3. το καλόπιασμα, γ. Προέλευση : από το ελνστ. γλείφω, πηγή : ΑΠΘ.

γαλέτσις (οι) : α. λαστιχένια μποτίνια που φοριούνται πάνω από τα παπούτσια για την προστασία από την υγρασία (νερά, χιόνια, λάσπες κλπ), β. Προέλευση : από το βενετ. galozza, πηγή : ΑΠΘ.

γαμώ (ρ.) : α. (για τον άντρα) συνουσιάζομαι, β. (ως επίρ.) = βρισιά, (φράση : "για την Ελλάδα ρε γαμώ το!"), β. μετ. πρόκληση ζημιάς με βρώμικα μέσα (φράση "τουν γάμσα" = του προξένησα μεγάλη ζημιά, γ. (σημ. lias : αντί του «γαμώ» για την ερωτική πράξη χρησιμοποιούν πλήθος άλλων λέξεων ή φράσεων : σαουλιάζου, τσαφλιακώνου, τιτχιώνου, σιδηρώνου, απαφτώνου, τς τουν σφύρξα, τς τουν χουρχούλιαξα, τʼ γουνάτσα και άλλα πολλά), δ. Προέλευση : από το αρχαίο γαμώ = κάμω σεξουαλική πράξη, (για τον άντρα), πηγή : ΑΠΘ.

γιαμνιά : αμέσως ( με μιας )

γανουτής και γανουματζής (ου) : α. ο πλανόδιος (συνήθως) επικασσιτερωτής των χάλκινων σκευών

, β. Προέλευση : από το αρχαίο γανώ= λάμπω, πηγή : ΑΠΘ.

γαννάδα ; προσπάθεια

γαργαλτζμένους (επίθ.) : α. ο πεντακάθαρος, β. γαργάλτσμα (του) = το επιμελημένο καθάρισμα ρούχων, σκευών, χώρων κτλ.

γάρους (ου) : α. το αλατόνερο για την παρασκευή και συντήρηση των τυριών, β. η αλμύρα, γ. Προέλευση : από το αρχ. γάρος = έμβαμμα εξ άλμης, πηγή : Τσότσος, σ. 255.

γαστέρα : μπουκάλι

γάστρα (η) : α. πλατύ και μεγάλο πήλινο η χοντρό χάλκινο σκεύος με ανάλογο καπάκι για ψήσιμο (lias : τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα στο καπάκι), β. Προέλευση : από το αρχ. γαστήρ, πηγή : ΙΝΒΑ. σελ 247.

γδί (του) : α. πέτρινο και αργότερο ξύλινο σκεύος της κουζίνας για την πολτοποίηση διαφόρων καρπών, β. Προέλευση: από το αρχ. ιγδίον, πηγή : Σιαμπανόπουλος, σελ92..

γιαβασιά : εργαλίο για να ηρεμίση ένα άλογο( έμπενε στα χείλη του αλόγου)

γιαγκούνʼ και γιαγκ΄ν (ουσ. θηλ.) : α. η πυρκαϊά, β. φλογερή επιθυμία, γ. ο ερωτικός καημός, δ. Προέλευση : από το τουρκ. yangin = πυρκαϊά.

γιαζίκ (επίρ.) : α. κρίμα, β. άδικος κόπος, γ. άς την ευχή! δ. Προέλευση : από το τουρκ. yazik, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.

γιαλί (του) : α. το μπουκάλι αλλά και κάθε γυάλινο σκεύος (προσοχή όχι ο υαλοπίνακας, οι Επανομίτες τον λένε τζιάμʼ*), β. ο γλιστερός δρόμος ιδίως από πάγο, γ. η τηλεόραση, δ. το ματοκυάλι, ε. γιάλζμα (του) = 1. το καθρέφτισμα, 2. το στίλβωμα των παπουτσιών, 3. το στέγνωμα από τα νερά των σκευών με πανί,

γιαμπάνς : με λίγο μυαλό

γιαπράκʼ : (του) : α. ο λαχανοντολμάς

Γιαραμπής (ου) : α. ο Θεός, β. ο Αλλάχ, γ. Προέλευση : από το τουρκ. ya Rabbi = ώ Θεέ μου, πηγή : ΑΠΘ.

γιαρέντς (ου) : α. ο λεβέντης, β. ο εραστής, γ. ο γκόμενος.

γιασιά (επίφ.) : α. συγχαρητήρια, β. μπράβο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. yasa, πηγή : ΑΠΘ.

γιατάκʼ : α. το κρεβάτι, β. χώρος για ανάπαυση γ. το κατάλυμα δ. Προέλευση : από το τουρκ. yatak, πηγή : ΑΠΘ.

γιάντις : (ακλ. λ.) : α. είδος παιχνιδιού μνήμης που γίνεται με το κόκαλο του κοτόπουλου, το γιάντες, β. (lias : κατά τον κανονισμό βάζουμε στοίχημα και όποιος δώσει στον άλλο κάποιο αντικείμενο εκείνος και το πάρει χωρίς να πει τη φράση «γιάντις, το ξέρω» χάνει ), γ. το ξεγέλασμα.

γιλώ (ρ.) : α. γελώ, β. ξεγελώ, γ. απατώ, δ. Φράσεις : «ιμείς στνι Επανουμʼ γιλούμι τουν Μάρτʼ»,

γ(ι)νάτʼ (του) : α. το πείσμα, β. η οργή, γ. ο θυμός, τα νεύρα, δ. γινάτιασμα = νευρίασμα, ε. γινατιάζουμι (ρ.) = 1. θυμώνω, 2. εκνευρίζομαι, στ. Προέλευση : από το ελνστ. ινάτι, πηγή : ΑΠΘ.

γιόμα (του) : το μεσημέρι.

γιόμουσʼ (η) : η πανσέληνος.

γιουματίζου : γευματίζω

γιουμόζου (ρ.) : α. γεμίζω, β. πληρώνω, γ. χορταίνω, δ. γιουματίδγια (τα) = γεμιστές καραμέλες, γλυκά, σοκολάτες κτλ.

γιουρντάνʼ (του) : α. το περιδέραιο με χρυσά ή ασημένια φλουριά, β. το κολιέ, γ. Προέλευση : από το τουρ. gerdan = λαιμός<περσ. gerdenbend = περιδέραιο, ΑΠΘ.

γιουρτάζου (ρ.) : 1. εορτάζω, 2. δίνω σημασία, 3. υπολογίζω κάποιον, 4. φροντίζω κάποιον, (φράση : «μην τουν γιουρτάειζʼ αυτόν…» = μη του δίνεις σημασία) δ. γιουρτιάτκα (τα) = τα επίσημα, τα καλά ρούχα, 2. το σαλόνι (φράση : «γιορτιάτʼκους ουντάς» = το δωμάτιο υποδοχής των επισκεπτών που προετοιμάστηκε κατάλληλα, ε. (lias : Λαογραφικές σημειώσεις : Το γιουρτάσιου δεν ήταν απλώς ο εορτασμός της ονομαστικής εορτής κάποιου μέλους της οικογένειας. Το γιουρτάσʼ λίγο υπολείπονταν από το πανηγύρι. Οι ετοιμασίες ήταν πάμπολλες : λάτρα του σπιτιού, βάψιμο όλων των χώρων, ράψιμο κοστουμιού, ετοιμασία γλυκών και παρασκευή μεζέδων κλπ. κλπ. Ανήμερα της γιορτής δεν δούλευαν, εκκλησιάζονταν και μεταλάμβαναν, το τραπέζι ήταν πλουσιοπάροχο «γιουρτιάτκου» και τα πάντα ήταν άφθονα. Ελάχιστα διέφερε η γιορτή από το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Καμάρωναν οι Επανομίτες τη γιορτή τους, για τις υπόλοιπες απλά τις θεωρούσαν επετείους).

γιούφτους (επίθ.) : α. έντονα μελαχρινός άνθρωπος, β. σιδηρουργός, γ. ειρ. φιλάργυρος,

γιράνζμα : αναποδογύριζμα

γιρουντώ : ορμώ ,επιτιθεμαι

γιρούντ'μα : όρμήγμα, επίθεση

γκαβά (τα) : α. τα μάτια, β. τα ματογυάλια, γ. γκαβός (επίθ.) = 1. ο τυφλός, 2. ο βαρύς - βαθύς ύπνος, δ. γκαβώνου (ρ.) = τυφλώνω, (συνών. τζιβώνου), ε. γκαβάθκα (ρ.) = νύσταξα πολύ, στ. γκαβαμάρα (η) = 1. η τύφλα, 2. η κακοδαιμονία, 3. η αβλεψία, ζ. γκαβάδʼ (επίθ.) ο απρόσεκτος, η. γκαβαμένους (επίθ.)= ο σκανδαλιάρης, θ. Προέλευση : από το βλαχ. gavu, πηγή : ΑΠΘ.

γκαβανόζα : μαγυρικό σκεύος ,κατσαρόλα

γκαγκαράντζια (τα) : α. τα ξεραμένα κόπρανα των αιγοπροβάτων, β. (lias : λέμε και όσα κολλούν στο παντελόνι μας στην εξοχή), γ. Προέλευση : από το ρουμ. cacareadga , πηγή : Μαλούτας.

γκαζιά : μπίλια

γκαβός τύφλός

γκαστριά (η) α. η εγκυμοσύνη, β. γκαστρουμένʼ (η) = η έγκυος, γ. γκαστρώνου (ρ.) 1. καταστώ έγκυο, 2. μετ. σκάζω κάποιον διότι καθυστερώ να τελειώσω κάτι, φράση : «σώνι! μας γκάστρουσις!» = λέγεται για τον πολυλογά.

γκάζʼ (του) : α. το καθαρό πετρέλαιο, β. το νοθευμένο οινοπνευματώδες ποτό, η «μπόμπα», γ. το υγραέριο, δ. γκαζώνου (ρ.) 1. πετρελαιώνω το κρεβάτι ή τις καρέκλες για την εξόντωση ή απώθηση των παρασίτων, 2. πατώ το γκάζι στο αμάξι ή στη μηχανή, 3. γεμίζω με πετρέλαιο, ε. Φράση : «γκάζ να γέντς» = να εξαφανιστείς, στ. Προέλευση : από το αρχαίο χάος, γαλ. Gaz, λατ. Chaos, πηγή : ΑΠΘ.

γκαζιρό (του) : α. το δοχείο για τη μεταφορά και φύλαξη του πετρελαίου της γκαζόλαμπας, β. μετ. αυτός που πίνει οτιδήποτε αδιακρίτως, γ. γκαζόλαμπα (η) = το λαμπογυάλι με φυτίλι

γκαζόζα : α. το αναψυκτικό, β. η μπίλια του μηχανισμού που χρησίμευε ως πώμα των μπουκαλιών ανθρακούχων αναψυκτικών και ποτών, γ. ο βώλος της γκαζόζας με την οποία έπαιζαν τα παιδιά το παιχνίδι γκουργκόλια*.

γκαζντουνικές : τενεκές

γκαϊλές (ου) : α. η σκοτούρα, β. το ζόρι, γ. η στενοχώρια, δ. η σκασίλα, ε. καημός, στ. (Μαλούτας : φροντίδα, μέριμνα, βάσανο, - από το τουρ. gaile = στενοχώρια, καημός, βάσανο), ζ. (lias : προέρχεται από το καΐλα = σκοτούρα, πηγή : Δημητράκος). ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ!

γκαλιμανίτκα ; μαλαγανιές ,πονηριές

γκαϊρέτʼ (του) : α. η μεγάλη υπομονή, β. το κουράγιο, γ. το θάρρος, δ. Προέλευση : από το τουρ. gayret, πηγή : ΑΠΘ.

γκαλντιρίμʼ (του) : α. ο πλακόστρωτος δρόμος ή σοκάκι, β. το στενό λιθόστρωτο δρομάκι με ακανόνιστες πέτρες, γ. (Παπασιώπης : στενός χαλικόστρωτος δρόμος), δ. γκαλντιριμτζής (επίθ.) = ο πλανόδιος πωλητής, ε. γκαλντιριμτζού = η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η τροτέζα γκαμάγκς (επίθ.) : α. ασουλούπωτος ψηλός και άχαρος άνθρωπος, β. Προέλευση : από την καμήλα>γκαμήλα, πηγή : Π.Λ.Μπ.

γκαλιουρίζου : βλέπω πολυ λίγο

γκαμπλαρουμένους (επίθ.) : α. ο σφιχτοδεμένος, β. ο μπαγλαρωμένος, γ. ο πολύ καλά τυλιγμένος, δ. γκαμπλαρώνου (ρ.) = συλλαμβάνω, ε. Προέλευση : από το τουρκ. baglar, πηγή : ΑΠΘ.

γκανταλίζω (ρ.) : α. γαργαλώ, β. πειράζω κάποιον με λόγια χάριν αστεϊσμού, γ. το τσίγκλισμα κάποιου, δ. γκαντάλτζμα (του) = 1. η φαγούρα, 2. το γαργαλητό, ε. Προέλευση : από το ελνστ. γαργάλη, πηγή : ΑΠΘ.

γκαντέμς (επίθ.) : α. ο γρουσούζης, β. γκαντιμνιά (η) = η κακοτυχία, γ. Προέλευση : από το τουρ. kadem = καλή τύχη, πηγή : ΑΠΘ.

γκαραβέλια (τα) : α. τα μαυροπούλια, β. γκαραβέλας (επίθ.) = μελαψός, γ. Προέλευση : από κουτσοβλάχικη λέξη.

γκαργκαλιούμι (ρ.) : α. γελώ θορυβωδώς (Παπασιώπης), β. (lias : άκουσα : καρκαλιούμι και καρκαλνιούμι, δες καρκάλʼ*).

γκαρμπουλάχανου (του) : α. το λάχανο, β. Φράση : «σʼ έφαγα γκαρμπουλάχανου» = σε νίκησα, σε κατατρόπωσα, γ. Προέλευση : από το ελνστ. κράμβη, πηγή Α.Π.Θ.

γκατζαρός : κατσαρομάλης

γκατζόγρουνου : γουρούνι ατίθασο

γκβανώ : κουβαλώ

γκβάρα : θημωνιά (μια γκβάρα διμάτια)

γκβιδ(ι) : μικροπράγμα

γκέμια (τα) : α. τα ηνία, β. τα χαλινάρια, γ. Προέλευση : από το τουρκ. gem, πηγή : ΑΠΘ.

γκιζάπʼ (του) : δες κιζάπʼ*.

γκιζντάνʼ (του) : α. το κάτεργο, β. η φυλακή, γ. η επίπονη χειρονακτική εργασία, δ. Φράση : «μʼ έβαλαν στου γκιζντάν» = με ανάγκασαν να δουλεύω σκληρά, σε σκληρή δουλειά (π.χ. σιδεράς).

γκινίσʼ (του) : ξυλουργικό εργαλείο για το άνοιγμα αυλακιών στο ξύλο, (Σιαμπανόπουλος ).

γκιντέρʼ (του) : α. ο καημός, β. το βάσανο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. keder, πηγή : Ντίνας

γκιόλʼ (η) : α. μεγάλη λακκούβα με νερό, β. έλος,

γκιόσα (η) : α. μεγάλη γίδα που έπαψε να γεννάει, β. βρισιά σε γυναίκα, γ. Προέλευση : από το βλαχ. ghesu = μαύρη κατσίκα με καστανές ρίγες, πηγή : ΑΠΘ.

γκιουβέτσʼ (του) : α. πήλινο πλατύ και βαθύ σχετικά σκεύος με καπάκι, β.

γκιουβιτσάτου (του) = το φαγητό που ψήνεται μέσα στο γκιουβέτσι, γ. Προέλευση : από το τουρκ. guvec, πηγή : ΑΠΘ.

γκιουζέλ : όμορφο.

γκρουτσανστιά : γρατσούνισμα

γκούτμανους : καλοθρεμένος σκύλος. μεταφ. Και στους ανθρώπους ( έφαγες καλά έγινες σα γκούτμανους)

γκιούμʼ (του) : α. χάλκινο ή σιδερένιο κωνικό σκεύος με χερούλι, στενό λαιμό και πλατιά βάση για τη μεταφορά ή βράσιμο υγρών, β. μονάδα χωρητικότητας, β. Φράσεις : «του γκιούμʼ ταʼ Άη Νικόλα» = 1. ο μεθύστακας, 2. ο εύχρηστος, 3. ο κοινόχρηστος, 4. ο χαμάλης, «τρυπάει τα γκούμια» = είναι κοντός, «σβαρνίζʼ τα γκούμια» = περπατάει αργά σέρνοντας τα πόδια του, «βαραίν (ή κρούει) τα γκούμια = είναι κίναιδος γ. (πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 371. "τα γκιούμια χρησίμευαν για τη μέτρηση του τσίπουρου (ρακί) και του κρασιού … και ο φλαστήρας για το σφράγισμα του σιταριού στʼ αλώνια"), δ. Προέλευση : από το τουρκ. gugum, πηγή : ΑΠΘ, ε. (lias : η υδρία των αρχαίων ).

γιουρντάνʼ (του) : α. το περιδέραιο με ασημικά ή χρυσά φλουριά, (Παπασιώπης), β. το κολιέ, γ. δες και γιουρντάνʼ*.

γκισέμʼ (του) : α. κριάρι ή πρόβατο ή και περιστέρι που οδηγάει το κοπάδι, β. μετ. ο αρχηγός, γ. (Μ.Τ.Μ. : image makers,) δ. Προέλευση : από το τουρκ. kosem, πηγή : ΑΠΘ, ε. δες και γκιουζέμ*.

γκʼκ (επιφών.) : α. τσιμουδιά!, β. Φράση : «μην βγάντς γκ΄κ!» = μη βγάζεις άχνα!

γκλάβα (η) : α. χοντρό ή μεγάλο κεφάλι, β. ( σλαβ. glava ), .

γκλαβανή (η) : α. δίφυλλη οριζόντια πόρτα, συνέχεια του πατώματος, ξύλινη ή σιδερένια, που εμποδίζει την κάθοδο στο υπόγειο, β. τα ξύλινα παραθυρόφυλλα ή τα ρολά των καταστημάτων, γ. η καταπακτή, δ. μετ. τα ματοτσίνορα, ε. Φράσεις : «σφάλσαν οι γκλαβανές» = έκλεισε το μαγαζί, σχόλασε ή έπεσε έξω, «σφάλσαν οι γκλαβανές τʼ» = α. αποκοιμήθηκε, β. πέθανε, στ. Προέλευση : από το σλαβ. glavan, πηγή : ΑΠΘ.

γλιαμίρς :Ψιλός και αχαρος

γκλαμπάτσα (η) : α. αρρώστια των προβάτων, β. (Δημητράκος : διστομίασις), γ. Προέλευση : από το κουτσοβλαχικό galbeaza, αλβ. kelbaze, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 252.

γιουρέν(ι) : άγονο χωράφι

γκιώσμου : πρόκληση

γκιντ(ε)ρ(ι) : στεναχώρια

γκλίστρα : γλύστρα

γκόλιους (επίθ.) : α. ο γυμνός, β. (Μαλούτας : από το ρωσ. ΠΟΛbIN = χωρίς ρούχα).Ξιγκουλιαβίσκι : γδύθηκε

γκουγκουβέλʼ (του) : α. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, β. μετ. το αρχίδι.

γκούκʼ (επιφ.) : α. κίχ, β. σιωπή!, γ. Φράση : «γκούκ μη βγάλς» = μη μιλάς καθόλου.

γκουντρουγκλώ : κατρακυλώ

γκουργκουλιάνους (ου) : α. στρόγγυλο δοχείο με στενό λαιμό, β. ο οισοφάγος, γ. Προέλευση : από το λατιν. gurgulio, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253.

γκούρλιακας (ου) : α. το μήλο του Αδάμ, β. το λαρύγγι, γ. (Ηλιαδέλης : γκίρλιακας : ο μικρός που «θέλει να τρανέψʼ», που θέλει να μεγαλοδείχνει).

γκόσ(ι)μου : σταμάτημα τροφής στον οισοφάγο

γκουρμπάτσʼ (του) : α. το μαστίγιο, β. Προέλευση : από το τουρκ. kirbac, πηγή : Ντίνας.

γκουρμπέτʼ και κουρμπέτʼ (του) : α. η πιάτσα, β. η απόκτηση εμπειρίας στο πεζοδρόμιο, γ. Προέλευση : από το τουρ. gurbet = ξενιτιά, πηγή : Χ.Χ.

γκουρμπέτς (επίθ.) : α. ο τσιγγάνος, β. ο περιπλανώμενος, γ. μετ. ο μαυριδερός , δ. Προέλευση : από ελνστ. γύρος.

γουστιρίτσα (η) = η μικρή σαύρα,

γκουτζιάμʼ (επίρ.) : α. μεγάλος, β. Φράση : «τι αντρέπισι, γκουτζιάμʼ πιδί είσι».

γκούτκας : σβέρκος

γκράς (ου) : α. παλιό οπισθογεμές τουφέκι, β. Προέλευση : από το όνομα του κατασκευαστή Γάλλου Gras, πηγή : ΑΠΘ.

γκρέκʼ (του) : σφήνα ή κόντρα στον αρμό της σύνδεσης γωνιακά δύο μαδεριών.

Γκρουτσανίσκα : γδάρθηκα

γκουργκουλιάνους και γκρʼτσιλιάνους (ου) : α. ο λαιμός των πτηνών, β. το μήλο του Αδάμ, ο οισοφάγος, γ. ο λάρυγγας, δ. γκ΄ρτσιμέγκας (ου) = άνθρωπος με ψηλό λαιμό.

γλέπου (ρ.) : α. βλέπω, β. υποθέτω, γ. μαντεύω, δ. Φράση : «γλέπου να τς τρως» = προβλέπω να φας ξύλο.

γλιντώ (ρ.) : α. γλεντώ, β. ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, γ. τέρπω κάποιον, δ.

γλέντʼ (του) = η διασκέδαση μεταξύ φίλων ή γνωστών και συνήθως ρεφενέ, ε. Προέλευση : από το τουρκ. aglenmek., πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, # eglence = γλεντώ, πηγή : ΑΠΘ.

γλίστρα : (η) : α. η τσουλίθρα, β. ολισθηρό έδαφος ή βράχος, γ. και γκλίστρα (Παπασιώπης), δ. Προέλευση : από το ολισθαίνω > αόρ. α΄ ολίσθησα > γλίστρησα, πηγή : Δημητράκος.

γλουσουκουπάνα (η) : α. κουτσομπόλα, β. πολυλογού, γ. αυθάδης και θρασύς πολυλογάς -ού.

γλύκα (τα) : α. οι μικροί στρόγγυλοι μαύροι καρποί της γλυκιάς (έχουν μαύρη φλούδα και κίτρινο εσωτερικό με μεγάλο, σχετικά, κουκούτσι), β. το αίσθημα της σεξουαλικής ικανοποίησης, η γκ*φλα, γ. η απόλαυση.

γλώσσα (η) : α. το όργανο της ομιλίας, β. το υποβοήθημα ή όργανο για κάτι = 1. το υποβοήθημα για να φορέσουμε τα παπούτσια, 2. το εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμιο των πνευστών (κλαρίνου, σαξόφωνου κτλ.) γ. γλουσσού = πολυλογού.

γνουριμία (η) : α. η συνάντηση δυο νέων με σκοπό το προξενιό, β. συνάντηση και επαφή δύο αγνώστων μέσω ενός κοινού φίλου, γ. Φράση : «έδουκα γνουριμία» = 1. συστήθηκα, 2. γνωρίστηκα, 3. έδειξα την ταυτότητά μου.

γνώμʼ (η) : α. η λογική, β. η άποψη, γ. η σωστή κουβέντα, δ. γνουμκός (επίθ.) = 1. ο σοφός, 2. ο λογικός, 3. ο έχων σωστή κρίση, ε. γνουμκά = 1. τα μυαλωμένα λόγια,

γούρνα (η) : α. η λακκούβα, β. το κοίλωμα, δ. το όρυγμα, ε. ο σκαμμένος λάκκος, ζ. ο χώρος ενταφιασμού της σωρού, . Προέλευση : από το αρχ. γρώνη = τρύπα, βαθούλωμα, πηγή : ΑΠΘ.

γουζέλ(ι) : μικρό κεφαλόπουλο

γουμάρʼ (του) : α. ο γάιδαρος, β. μετ. ο αναίσθητος, γ. ο σωματώδης και ανθεκτικός άνθρωπος, δ. γουμάρα (η) = 1. το ξύλο των χασάπηδων, 2. χιαστί κατασκευή για το κόψιμο των μεγάλων ξύλων , 3. η αναίσθητη γυναίκα, ε. γουμαρνός (επίθ.) = 1. ο τεράστιος (φράσεις : «γουμαρνές κιφτέδις» = κεφτέδες μεγάλου μεγέθους, «γουμαρνή τσούρα» = μεγάλο πέος), στ. παιδικά παιχνίδια : «κουτσή γουμάρα», «γουμάρα του σκυφτάκʼ», στ. Προέλευση : από το ελνστ. γομάριον < αρχαίο γόμος = φορτίο, πηγή : ΑΠΘ.

γουνατίζου (ρ.) : α. στηρίζομαι στα γόνατά μου, γονυπετώ, β. προσκυνώ τα Θεία, γ. καταβάλω κάποιον, δ. δεν αντέχω στο φορτίο (οικονομικό, ηθικό κτλ.) που επωμίσθηκα, ε. γουνάτζμα = 1. η Ιερή τελετή κατά την εορτή της Πεντηκοστής, 2. το πέσιμο με τα γόνατα, στ. Φράσεις : «έφαι ένα γουνάτσμα!» = ήρθαμε στα χέρια και τον νίκησα, «τουν γουνάτσα!» = την γά**σα από πίσω.

Γουστιρίτσα : σαύρα

γούτους (ου) : α. αρσενικό περιστέρι που συνήθως δεν πετάει, β. προσβλ. μονόχνοτος άνθρωπος, γ. χαζός, άμυαλος, δ. ( Φράση : «είσι ντιπ γούτους» ).

γράδου (του) : α. μονάδα μέτρησης των οινοπνευματικών βαθμών, β. μετ. το γερό ποτήρι, ο μπεκρής, γ. γράδα (τα) = οι βαθμοί οινοπνεύματος σε κρασί ή τσίπουρο, δ.

γραδόμιτρου (του) = η συσκευή μέτρησης των βαθμών του κρασιού κτλ. ε. Προέλευση : από το ιταλ. grado, πηγή : ΑΠΘ.

γραμματ(ί)κʼ (του) : α. το ωδικό πουλί καρδερίνα, β. μετ. ή όμορφη δεσποινίδα, γ.

γραμματζμένους (επίθ.) : ο μορφωμένος.

γραμματʼκός (ου) : α. ο γραμματέας, ο γραφιάς, β. ο νομικός, γ. ο λογιστής, δ. ο μορφωμένος άνθρωπος που εξυπηρετούσε τους μη γνωρίζοντες γράμματα.

γραμμένου (του) : α. το πεπρωμένο, β. το μοιραίο, γ. το αναπόφευκτο, δ. κάτι το ωραίο και πολύ όμορφο ( παιδάκι, ρουχαλάκι, στολίδι κλπ. ), δ. (Νιάνια : γραμμένα = κάλτσες στολισμένες με ρίγες).

γραμμένους (επίθ.) : α. ο ωραίος, β. ο καλλωπισμένος, γ. ο περιποιημένος.

γραπατσώνου (ρ.) : α. πιάνω δυνατά και απότομα με τα νύχια, β. αρπάζομαι από κάτι απελπισμένα, γ. γραπατσώνουμι = 1. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, δ. ( Τσότσιος = πιάνομαι από κάπου με χέρια και νύχια για να σκαρφαλώσω ).

γράφου : α. γράφω, β. συντάσσω επιστολή, γ. ψωνίζω βερεσέ απʼ τον μπακάλη, τον χασάπη κτλ. (και τα γράφω στο μπακαλοτέφτερο).

γρένου (ρ.) : το «άνοιγμα» του μαλλιού με την ειδική κατασκευή (lias : αποτελούνταν από ένα σκληρό κομμάτι κορμού στο οποίο κάρφωναν μυτερά καρφιά στη σειρά όπως ή κτένα).

γρέντα (επίρ.) : α. σέκος, β. ξαπλωμένος και ακίνητος.

γρίβας (επίθ.) : ο γκρίζος.

γρικώ (ρ.) : α. γνωρίζω, β. καταλαβαίνω, γ. Προέλευση : από το μσν. αγροικώ, πηγή : ΑΠΘ.

γριντώνουμι : α. πέφτω ξερός καταγής, β. αρρωσταίνω και πέφτω στο κρεβάτι, γ. γριντώνου = ρίχνω κάποιον καταγής. δ. δές και γρέντα*.

γρίπους : το δίχτυ

γρούνʼ (του) : α. γουρούνι, β. μετ. ο παλιάνθρωπος, β. (σημ. lias : γενικά οι Επανομίτες έτρεφαν μεγάλη … εκτίμηση για όλα τα ζώα, ήταν πολύ φιλόζωοι. Όταν θέλουν να βρίσουν, να ειρωνευτούν, να πειράξουν κτλ. κάποιον επιστρατεύουν τα ζώα για να αποδώσουν το ποιόν του : γουμάρʼ, φουράδα, σκλί, γρούν, μουσκάρʼ, πρόβατου, κατσίκα, αλεπού και όλο το υπόλοιπο βασίλειο των πτηνών, ερπετών και ζώων. γ. γρουνίσιου = 1. χοιρινό κρέας, 2. ότι προέρχεται από το γουρούνι.

γρουνουπάτς(ι) : κεφάλι από γουρούνι

γυρνώ (ρ.) : α. επιστρέφω κάποιο αντικείμενο, β. αλλάζω γνώμη (φράση «μη μι τα γυρνάς»), γ. αλλάζω την όψη του υφάσματος κάποιου ρούχου, δ. περιφέρομαι, ε. ανταποδίδω, στ. αναστρέφω (γυρίζω το πάνω, κάτω ή το μέσα, έξω όπως π.χ. το ζυμάρι, το χωράφι, τον αρμόζμο κτλ., ζ. Φράση : «γυρνώ τα δαχλίδια» = διαλύω τον αρραβώνα, η. επιστρέφω από κάπου, θ. (σημ. lias ο Δημητράκος έχει 22 επεξηγήσεις στο γυρίζω ι. γύρα = 1. η βόλτα, 2. το κέρασμα της παρέας με τη σειρά.

.....................................................................

Δ

δαμάλα (η) : α. το μικρό μοσχάρι, β. Προέλευση : από το βυζ. δάμαλις, πηγή : Π.Λ.Μπ.

δαμάσκου (του) : α. επίσημο πορφυρό και χοντρό τραπεζομάντιλο με περίτεχνα ανάγλυφα σχέδια, β. Προέλευση : από την Δαμασκό της Συρίας.

δαρμός : (ου) : α. το μπερντάχι, β. το χτύπημα με ξύλινη βέργα, γ. ο ξυλοδαρμός, δ. Προέλευση : από το αρχαίο δέρω, πηγή : ΑΠΘ.

δγιάουλους (ου) : α. ο διάβολος, β. δγιαόλτσα = η συκοφάντρια, γ. δγιαουλόπλου = ατίθασο παιδί, συν. : χαλκουδαίμουνας*.

δγιάρα και δυάρα (η) : α. επτάζυμο ψωμάκι, β. Προέλευση : από το εικοσάλεπτο νόμισμα που ήταν η τιμή του παλαιότερα.

δγιάρʼ και δγιούρʼ (του). το διαμέρισμα δύο δωματίων, β. ο αριθμός δύο π.χ. στα τραπουλόχαρτα.

δειλνό (του) : α. το απόγευμα, το δειλινό, β. το απογευματινό κολατσιό που συνοδευόταν με μικρή εκδρομή, γ. δειλνώ (ρ.)= τρώω απογευματινό.

δείχνου (ρ.) : α. δείχνω, β. επαληθεύω, γ. κοινοποιώ αρραβώνα, δ. (σημ. lias : οι νεοαρραβωνιασμένοι συνήθιζαν να κάνουν βόλτα μαζί με τους γονείς τους για να επισημοποιήσουν τον αρραβώνα).

δέμουνας (ου) : α. ο υπέροχος, β. ο δυνατός, γ. ο δραστήριος, δ. ο διαβολικός.

δέξιμου (του) : α. η υποδοχή επισκεπτών στο σπίτι, β. Φράση : «ίχαμι διξίματα» = ήρθαν οι συμπέθεροι για να δώσουμε λόγο για τον αρραβώνα.

(τα) δέουντα : α. χαιρετίσματα, β. τα πρέποντα, αυτά που αρμόζουν, γ. (σημ. lias : στέλνουμε χαιρετίσματα σε κάποιον με τον προσήκοντα σεβασμό).

δεύτιρου (επίρ.) : α. άλλη φορά, β. άλλοτε, (Παπασιώπης).

διαβένου (ρ.) : α. περνώ, β. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι, (φράση : «αυτόν τουν διαβένου!» = υπερέχω κάποιου), γ. προσπερνώ, δ. Φράση : «διάφκέ του αυτό του κουμμάτʼ» = παράβλεψη σε κείμενο, δ. ξεπερνώ, ε. διασχίζω, στ. Προέλευση : από το αρχαίο διαβαίνω = στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά, πηγή : ΑΠΘ.

διάτανους (ου) : α. ο σατανάς, β. (σημ. lias : λέγεται με ηπιότερη έννοια από το «δγιάουλους»).

διάφουρου (του) : α. το πλεόνασμα και κέρδος (λογιστ. Η θετική διαφορά αγορών – πωλήσεων και όχι εσόδων – εξόδων, γιατί εκεί έχουμε μεταφορικά, εισφορές, γεν. έξοδα κτλ.), β. η ωφέλεια που αποκομίζεται από κάτι (φράση : «του πήρα διάφουρου» = ευχαριστήθηκα, ικανοποιήθηκα).

δικανίκʼ (του) : α. το ξύλινο στήριγμα, β. το μπαστούνι, γ. το σκήπτρο, δ. το ραβδί, ε. η πατερίτσα, στ. Προέλευση : από το βυζ. δεκανοί = βυζαντινοί τιτλούχοι που έφεραν ξύλινη ράβδο, πηγή : ΑΠΘ.

δικατχιανό (του) : το κολατσιό γύρω στις 10 το πρωί.

δικράνʼ (του) : δυνατό ξύλινο διχαλωτό αγροτικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στα αλώνια για το λίχνισμα και κατασκευαζόταν με ξύλο κρανιάς.

διμάτʼ (του) : η δέσμη (άχυρων, κληματσίδων κτλ.).

δίξιμου (του) : α. η κοινοποίηση ανταλλαγής υπόσχεσης αρραβώνα, β. η επίδειξη, γ. η φιγούρα, δ. δίξαρς (επίθ.) = ο φιγουρατζής, ο επιδειξίας.

διπλαρώνου (ρ.) : α. πείθω κάποιον να με διευκολύνει σε κάτι, β. καταφέρνω να ωφεληθώ από κάποιον μετά από φορτική ενόχληση, γ. πλευρίζω.

διρμάτ(ι) : το δέρμα

διρματίσιου (του) : α. το τουλουμοτύρι, β. είδος τυριού που παρασκευάζεται μέσα σε ασκό από δέρμα κατσίκας, γ. διρμάτʼ (του) = το ασκί.

διρμόνʼ και δερμόνʼ (του) : α. μεγάλο αραιό κόσκινο για το καθάρισμα του σιταριού, β. διρμόνζμα (του) = το κοσκίνισμα, γ. (πηγή : Σιαμπανόπουλος).

δισάκʼ (του) : α. διπλό ταγάρι ή σάκος για τη μεταφορά αγαθών, β. Προέλευση : από το διπλός + σάκος.

δισπουτκό : α. το κτίριο όπου διαμένει ο Δεσπότης,

διφτιρίζου (ρ.) : α. περνώ για δεύτερη φορά κάποια αγροτική δουλειά (π.χ κόβω για δεύτερη φορά τις κορυφές των τρυφερών κλαδιών του αμπελιού, ξαναοργώνω το χωράφι κτλ.).

δλιά : (η) : α. η δουλεία β, η εργασία, η δουλειά, γ. το χειρονακτικό επάγγελμα, δ. μετ. η ερωτική συνεύρεση, δ. Φράσεις : «τι δλιά φκιάντς;» = τι δουλειά κάνεις; «έφκιασάμι τʼ δλιά» = κάναμε έρωτα, ε. δλέβου (ρ.) 1. εργάζομαι, 2. κοροϊδεύω κάποιον, 3. επεξεργάζομαι.

δόξα (η) : α. ή δόξα, β. το ουράνιο τόξα, γ. Φράση : «φάνκιν η δόξα» = βγήκε το ουράνιο τόξο (άρα σταμάτησε η βροχή).

δουκιούμι :θυμάμαι

δούλους (επίθ.) : α. ο εργάτης σε κτήμα ή εργαστήριο κάποιου, β. ο υπηρέτης, γ. ο παραγιός ή το τσιράκι, δ. ο εργαζόμενος κάπου με συνθήκες σκλάβου.

δραγασιά (η) α. το παρατηρητήριο του δραγάτη, β. ή βίγλα*.

δράμʼ (του) : α. μονάδα βάρους ίση με 3.20 γραμμάρια, β. (lias : 400 δράμια = 1 οκά = 1,280 κιλό).

δρασκλνώ : α. ξεπερνώ κάποιο εμπόδιο με μεγάλα βήματα ή με πήδημα, β. προσπερνώ.

δρόκνου : α. το ροδάκινο,

δυο διπλού : διπλωμένο

……………………………………………………………..

Ε

Λέξη που αρχίζει με Έψιλον μετατρέπεται αυτόματα σε Γιώτα ( Ι ) στα Επανομίτικα Έψιλον χρησιμοποιείται μόνο για παράγωγα των λέξεων ( χρόνοι, τύποι κλπ. )

Παραδείγματα :

έβαξα : α. στέναξα, β. κουράστηκα πάρα πολύ, ( Αόριστος χρόνος ).

έμασι : μάζεψε

α ιέτσιαϊά : α. τοιουτοτρόπως.

έφιξι : α. φώτησε, β. ξημέρωσε. ( Φράσεις : «να σι φέξου μνιά» = να σου δώσω μια σφαλιάρα,

«σʼ σ'έφιξι !» = μπράβο ήσουν τυχερός ! ). ( Αόριστος χρόνος )

Έντικα !!! : η μόνη λέξη που αρχίζει με έψιλον στα Επανομίτικα!!! Αμ δε. Είναι ΑΡΙΘΜΟΣ.

………………………………………………

Ζ

ζαβλάκουμα (του) : α. η στραβομάρα, β. η χαζομάρα, γ. η χαύνωση, δ. η κατάπτωσις (Δημητράτος), ε. ζαβλακουμένους (επίθ.) = ο καταπονεμένος από δουλειά ή ασθένεια άνθρωπος, ο αποχαυνωμένος, στ. (σημ. lias : από το βλάκας ).

ζαβός (επίθ) : α. ο ανάποδος, β. ο στραβός ή o λοξός, γ. ο αλλήθωρος, δ. ο στριμμένος, ε. ζαβώνου (ρ.) = στραβώνω, στ. ζαβιά (η) = 1. η δυσμενής εξέλιξη μίας κατάστασης, 2. η ζαβολιά, ζ. ζαβά (επίρ.) = στα τυφλά, (φράση : «άνοιξι τα ζαβά σʼ» = άνοιξε τα μάτια σου), η. Προέλευση : από το μσν. ζαβός = αγκύλος, στρεβλός, πηγή : ΑΠΘ.

ζαβουλιάρς: α. ο ζαβολιάρης, β. ζαβγιά (η) = 1. η παράβαση, 2. η ζαβολιά, 3. η αριστερή παλάμη, γ. Προέλευση : από το βυζ. ζάβολος = διάβολος, πηγή : ΑΠΘ.

ζαγάρʼ (του) : α. το κυνηγόσκυλο, β. ειρων. ο τιποτένιος άνθρωπος, γ. μετ. ο κατεργάρης, δ. Προέλευση από το αραβ. sakar, πηγή: ΑΠΘ.

ζαΐμς (ου) : α. ο εισπράκτορας, β. ο επικαρπωτής επί τουρκοκρατίας, γ. Προέλευση : από το τουρκ. zaim, πηγή : ΑΠΘ.

ζαΐφς (επίθ.) : α. ο αρρωστιάρης, β. ο φιλάσθενος, γ. ζαΐφκους (επίθ.) = 1. ο λεπτεπίλεπτος, 2. ο ανήμπορος, δ. Προέλευση : από το τουρκ. zayif = άτονος.

ζιάκατα (τα) : α. μικροέπιπλα, β. ως επιρρ. ακατάστατα.

ζακάτσα (ρ. στον αόρ.) : α. τα έκρυψα και τα έχασα, β. σάστισα και δεν μπορώ να βρω κάτι, γ. μπερδεύτηκα. δ. αναστάτωσα (ανακάτωσα) όλο το σπίτι για να βρω κάτι, (lias : Να το διερευνήσω – μου τόπε ο Ζ. Φίλιος ), ε. ζακάτζμα = το κρύψιμο, στ. (Μαλούτας : ζάκατα = άχρηστα αντικείμενα).

ζαλίκουμα (του) : α. το φόρτωμα των γαλικιών στα μουλάρια για τη μεταφορά της σοδιάς, β. ζαλκώνου (ρ.) = 1. αγγαρεύω, 2. φορτώνω, 3. επωμίζομαι, γ. ζαλίκʼ (του) = 1. το φορτίο, 2. το βάρος των τύψεων, δ. ζαλικουμένους (επίθ.) = φορτωμένος, ε. (Μαλούτας : ζαλίκʼι = το βάρος που σηκώνει ο άνθρωπος).

ζαμανίσιους (επίθ.) : α. ο παμπάλαιος, β. ο πανέξυπνος, γ. (Μαλούτας : έξυπνος πιτσιρικάς, ο έμπειρος υπερήλικας), δ. ζαμάνʼ = πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, («χρόνια κι ζαμάνια ιέκαμα να τουν ιδώ»), ε. Φράση : «σκώθιν ένας αέρας ζαμανίσιους !», στ. Προέλευση : από το ζαμάνι = μεγάλο χρονικό διάστημα, πηγή :

ζαμακώνου : (ρ.) : α. βουλώνω, β. μετ. κάνω έρωτα.,βαράω

ζανάτʼ (του) : α. το επάγγελμα, β. η τέχνη για βιοπορισμό (όχι ο αγρότης ή ο κτηνοτρόφος), γ. Προέλευση : από το τουρκ. zanaat.

ζαντούκας και σαντούκας (επίθ.) : α. ο ευαίσθητος, β. ο αρρωστιάρης, γ. ο μη μου άπτου.

ζάπʼ : α. η σύλληψη, β. η χαλιναγώγηση, γ. η υποταγή, δ. το καπάκωμα, ε. το δάμασμα, στ. ζαπχιές (ου) = ο χωροφύλακας, ζ. Φράση : «τόκαμα ζάπʼ» = το έπιασα, η. Προέλευση : από το τουρκ. zapti, πηγή : ΑΠΘ.

ζάρʼ (επιφών.) : συνήθως : ζάρʼ – ζάρ – ζάρ = ζορίζω κάποιον, β. το σκάνιασμα, γ. Προέλευση: από το ζόρι, δ. (σημ. lias : πολλοί το λένε και ζάρτʼ)

ζαράρʼ (του) : α. η αρρώστια, β. η σύμφορα, η ζημιά, γ. το ελάττωμα, δ. η αναπηρία, ε. η αταξία, στ. ζαράλια (τα) = 1. τα μεγάλα βάσανα, 2. οι χρόνιες ασθένειες, ζ. Προέλευση από το αρχ. ζαραλίς = ασθένεια, πηγή : Π.Λ.Μπ.

ζαρζαβάτʼ (του) : το φρέσκο λαχανικό (όχι φρούτο).

ζαρίφς (επίθ.) : α. ο κομψός στους τρόπους, β. ο ευγενής, γ. Προέλευση : από το τουρκ. zarif, πηγή : ΑΠΘ.

ζαρώνου (ρ.) : α. μαζεύομαι (από ντροπή ή από κρύο ), β. συμμαζεύομαι, γ. ρυτιδιάζω, δ. τσαλακώνω.

ζάφκʼ : α. το υποχείριο. ( Φράση : «τόκαμα ζάφκʼ» = το οικειοποιήθηκα ), β. δες και ζάπʼ*,

ζαχαράτου (του) : α. η καραμέλα, β. τα γλυκά με ζάχαρη (γλειφιτζούρι, φλόκα, μαστιχάτο κτλ ), γ. μετ. η γλυκιά κοπέλα, δ. ζαχάρουμα (του) = 1. η ερωτοτροπίες, το φλερτ 2. η κρυσταλλοποίηση των γλυκών του κουταλιού, ε. ζαχαρώνου (ρ.) = βάζω κάτι που επιθυμώ στο μάτι, στ. Φράση: «γκόλιαβου ζαχαράτου» = πολύ γλυκιά κοπέλα.

ζαχαρένια (η) : α. η άνεση β. το γλυκό που γίνεται ή σκεπάζεται με ζάχαρη, γ. η καλή ψυχική διάθεση, δ. το χουζούρι ε. Φράση : «μη χαλάς τʼ ζαχαρένια σʼ» = μην ενοχλείσαι.

ζαϊρές : (ου) : α. μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων σε τραπέζωμα, β. (Μαλούτας : ζαχιρές = πολύ καλό φαΐ, σοφράς, τραπέζι με καλούδια, γ. Προέλευση : από το τουρκ. zahire = σιτηρά, τρόφιμα, εφόδια, γ. (σημ. lias : η σωστή προφορά είναι ζαϊρές).

ζβάρνα (η) : δες σβάρνα*.

ζβόμππουρδας (ου) : α. ο μπόμπιρας, β. μετ. ο αδαή που πετάγεται να πει τη γνώμη του, ο άσχετος, γ. η ξαφνική πορδή.

ζβώ (ρ.) : α. ξεχρεώνω το χρέος ή την υποχρέωσή μου, β. σβήνω (το κερί, τη λάμπα κτλ.).

ζγι (του) : α. το αντίβαρο, δηλ. το μεταλλικό υπόδειγμα μέτρου ζυγίσματος, η στάθμη (οκά, δράμια κτλ.) που τοποθετούνταν στη ζυγαριά στην πλάστιγγα αλλά και το βαρίδι στο καντάρι, β. ζίγʼ (του) = 1. η ζυγισμένη ποσότητα κάποιου φορτίου, 2. το ζύγισμα, γ. ζγιά (τα) = το ζευγάρι των σχοινιών του χαρταετού όπου δένεται η κλωστή της ουράς.

ζγιάζου : α. ζυγίζω, β. υπολογίζω βάρος, όχι μάζα ή όγκο, γ. σημαδεύω, δ. υπολογίζω τα υπέρ και τα κατά,, ε. Φράσεις : «όι ζίασμα!» = μπράβο επιτυχία!, «ζγιάζʼ τςʼ αλαφρές» = 1. είναι πόρνη, 2. είναι κίναιδος. «ζγιάζʼ απ΄τς αλαφρές» = 1. ζυγίσει από την άλλη πλευρά του κανταριού και κλέβει στο ζύγισμα, 2. είναι κουτός και δεν καταλαβαίνει τίποτα, «άμα σι ζγιάσου μνιά…» (απειλή) = αν σε χτυπήσω (δυνατά, όπως αν σε χτυπούσα με το ζγί*), ζ. ζγιάσκι (ρ.) = μέθυσε, η. ζγιάζιτι (ρ.) = προσπαθεί να περπατήσει ευθύγραμμα αν και μεθυσμένος, θ. ζγί = η ένωση τριών σχοινιών του χαρταετού, ι. Προέλευση : από το αρχαίο ζυγός, πηγή : ΑΠΘ.

ζγκούρα (η) : α. η σκουριά, β. ζγκούρις = βρωμιές από σκουριές, γ. ζγκούρας (επίθ.) = βρομιάρης, δ. ζγκούριαζμένους (επίθ.) = 1. ο σκουριασμένος, 2. ο μονίμως λερωμένος, ε. Προέλευση : από το αρχ. σκωρία, πηγή : ΑΠΘ.

ζγκρουβάλια (η) : α.Πριζμένοι λεμφαδένες β. μεγάλος πετρωμένος σβώλος χώματος, γ. ξηραμένα κόπρανα βοοειδούς, δ.. ζγκρουβαρλάκια και ζγκρουμπαρλάκια = 1. πετραδάκια, 2. βοτσαλάκια, 3. παιδικό παιχνίδι με πέντε στρόγγυλα πετραδάκια.

ζιρβός (επίθ.) : ο αριστερόχειρ.

ζητλάς (επίθ.) : α. ο τρακαδόρος, β. ο ζητιάνος, γ. ο αναξιοπαθών, δ. αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια, ε. ο ψευτοπερήφανος, στ. ζητλαργιά (η) = 1. η μιζέρια, 2. η αναξιοπρέπεια.

ζίαζμα (του) : α. το ζύγισμα στις ζυγαριές με τάσια (lias : στο ένα τάσι έβαζαν τα βαρίδια [τα δράμια] και στο άλλο τάσι το είδος για ζύγισμα. Το ζύγισμα ήταν ακριβές όταν οι δύο «πεταλούδες» ήταν ευθυγραμμισμένες), β. μετ. η επιτυχημένη βολή στο κέντρο, δ. δες και ζγιάζου*.

ζιάρʼ (του) α. η θράκα, τα πυρακτωμένα κάρβουνα, β. η χόβολη, γ. μετ. η ζεστή αγκαλιά, δ. η ακτινοβολία της ζέστης που προέρχεται από τη σόμπα ή το τζάκι, ε. μετ. πολύ, πλήθος (Παπασιώπης), στ. Φράση : «έκαμάμι ιένα ζιάρ΄ πιδιά» = κάναμε πολλά παιδιά (μεγάλη μονιασμένη οικογένεια).

ζιβζέκς (επίθ.) : α. ο παιχνιδιάρης, β. ο κουτοπόνηρος, γ, ο ανόητος, δ. Ο ξεροκέφαλος, ε. ο απειθάρχητος, στ. Προέλευση : από το τουρκ. zevzek, πηγή : ΑΠΘ.

ζίγρα (η) : α. ο αγκαθωτός θάμνος, β. η βατσινιά, η βατομουριά, γ. φράχτης αγρού με αγκαθωτούς θάμνους, γ. ζίγρα (επίθ.) = μετ. η δεικτική, η κακόγλωσση γυναίκα.

ζικέτα (η) : α. είδος πρόχειρου πλεκτού, μάλλινου ρούχου, β. η ζακέτα, γ. Προέλευση : από το γαλλ. jaquette, πηγή ΑΠΘ.

ζίμ (του) : παιδικό παιχνίδι των αγοριών.

ζιμπίλʼ (του) : α. μεγάλος κρεμαστός σάκος από χοντρό υφαντό, β. πλεκτό χορτάρινο καλάθι.

Ζιούπα : χτύπημα

Ζουρλαμάς : πρίξιμο

ζιρβός και ζέρβους (επίθ.) = 1. ο αριστερός, 2. ο αριστερόχειρας.

Ζιόρτνα : κομμάτι ξύλου

ζνίχ (του) : α. το σβέρκο, β. ο αυχένας, γ. Προέλευση : από το αρχ. αυχήν, πηγή : Π.Λ.Μπ.

ζλάπʼ (του) : α. το αγρίμι, β. ο ζωηρός, γ. ο λύκος (Δημητράκος), δ. Προέλευση : από το αλβ. zullap, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 252.

ζλίγου (ρ.) : α. ζουπώ κάποιον, τον συμπιέζω, β. στριμώχνω, γ. στραμπουλίγω το χέρι ή το πόδι μου, δ. μετ. γαμώ, ε. ζλίξαρς (ου) = ο πούστης.

ζμί (του) : α. ο ζωμός ή τα υγρά του φαγητού, β. η σάλτσα, γ. ο ζωμός, δ. η ουσία, το νόημα μίας ομιλίας ή ενός κειμένου, δ. Φράσεις : «κιφτέδις μι ζμί» = κεφτέδες με σάλτσα, [/i]«έβριξα κι λίγου ζμί»[/i] = μούσκεψα το ψωμί στη σάλτσα του φαγητού, Προέλευση : από το αρχ. ζωμός πηγή : Π.Λ.Μπ.

ζμπόμʼμπα (η) : α. το σκασιαρχείο, β. η κοπάνα, γ. (σημ. lias : στα ιταλ. sbobba = μανέστρα με άσχημη γεύση, πηγή : ΑΠΘ, -- ίσως από συνήθεια των παιδιών κατά την Κατοχή να φεύγουν από το σχολείο, για να βρουν τροφή κοντά σε ιταλικά στρατόπεδα).

ζμπόμμπουρδας (ου) : α. όποιος πετάγεται και μιλάει ξαφνικά. (φράση : «πιτάθκιν σά ζμπόμμπουρδα»), β. μετ. η μικρή πορδή, γ. (Μαλούτας : σβόμπουδρας = ο μπόμπιρας, ο μικρός που θέλει να μιμηθεί τους μεγάλους, από το σβόμπος+ούρδα), γ. (σημ. lias : μάλλον από τη λέξη μπόμπιρας).

ζμπόρσμα (του) : α. η σημασία που δίνω σε κάποιον ή κάτι, β. η θετική αξιολόγηση, γ. η ικανότητα.

ζμπουρίζου : α. μιλώ, β. λέω, γ. ( ΚΒ zboru = ομιλία, λόγος ),

ζπιρίλουγους : νοικοκυριό

ζ(ι)μώνου (ρ.) : α. ζυμώνω, β. ζμότρα (η) = 1. η γυναίκα που ζυμώνει, 2. όχι το σκαφίδι (κινητό) αλλά η σταθερή (μόνιμη) ξύλινη κατασκευή για το ζύμωμα, γ. ζύμουμα (του) = 1. η διαδικασία της μετατροπής του αλευριού σε ψωμί, 2. η ανάμειξη και ομοιογενοποίηση διαφόρων υλικών.

ζνάρʼ (του) : α. μακριά μάλλινη ταινία υφάσματος που τυλίγεται στη μέση, β. το ζωνάρι, γ. ζνάρια (τα) = 1. η πέτρινες περιφράξεις γύρω από τους κορμούς των δέντρων (συνήθως ασβεστωμένες) για τη συγκράτηση του νερού, 2. σκουρόχρωμες μπορντούρες χαμηλά στους τοίχους για να μη λερώνεται ο υπόλοιπος.

ζντό (επιφών.) : α. ζητωκραυγή, β. Ζήτω, γ. (lias : χαιρετισμός των ποδοσφαιριστών προς τους φιλάθλους πριν αλλά και μετά τον αγώνα όταν ήταν νικηφόρος).

ζντράνια (τα) : α. τα ανδρικά ρούχα, εσωτερικά του παντελονιού, που συγκρατούνται με τη ζώνη, β. (Νιάνια : ζντράνια = τα φορέματα, τα λευκά είδη, τα προικιάτικα), γ. (open20h = η ένωση πουκαμίσου και παντελονιού), δ. (βλαχ. strani = ρούχο).

ζουχούμʼ (του) : η πικροδάφνη.

ζουμπάς (ου) : α. μικρή βαριοπούλα, β. το εργαλείο των ξυλουργών για να χτυπούν τα καρφιά ώστε να μη φαίνονται, γ. ειρων. ο μικροκαμωμένος άνθρωπος.

ζούμπους (ου) : α. εναέρια ανακατωσούρα και περιδίνηση μικροαντικειμένων, β. πέταγμα πολλών ομοειδών μικροαντικειμένων και διασκορπισμός τους στον αέρα.

ζουρλός (επίθ.) : α. ο παρανοϊκός, β. ο τρελός, γ. ο παλαβός, δ. ο μανιακός, ε. ζουρλαμάρα (η) = η έμμονη μανία για κάτι (π.χ. με το ποδόσφαιρο, με τα γραμματόσημα κτλ.), ε. ζουρλαίνου (ρ.) = τρελαίνω, στ. Προέλευση : από το βενετ. zurlo = άστατος, ελαφρόμυαλος, πηγή : ΑΠΘ.

ζουρμπαρλίκʼ (του) : α. η καταπίεση, β. η επιβολή με το έτσι θέλω, γ. η αυθαιρεσία, δ. ζουρμπάς (επίθ.) = ο βίαιος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. zorbalik, πηγή : ΑΠΘ.

ζουρνάς (ου) : α. μικρό πνευστό μουσικό όργανο με οξύ ήχο, β. Φράση : «ίιι… τιλιφταία τρύπα πτου ζουρνά !» = τιποτένιε.

ζυγγί (του) : α. ο αναβολέας των αλόγων, β. Φράση : «είμι στου ζυγγί» = είμαι έτοιμος).

............................................................................

Η

ήρτα : ήρθα

…………………………….

Θ

θάβου και θάφτου (ρ.) : α. σκεπάζω με χώμα, β. ενταφιάζω, κηδεύω, γ. συκοφαντώ, δ. χαντακώνω – ζημιώνω κάποιον, ε. αποκρύβω κάτι.

θάμα (του) : α. θαυμάσιο, β. υπέροχο, γ. θαύμα.

θαματ(ι)κά : θεαματικά ,ταχυδακτυλουργικά

θαμάζουμι : αγωνιώ , προσπαθώ να βρώ λύση

θαρρώ (ρ.) : α. νομίζω, β. έχω τη γνώμη ότι … , γ. πιστεύω, δ. φαντάζομαι, ε. υποθέτω, στ. έχω την εντύπωση.

θέρμασʼ (η) : α. η θερμότητα που εκπέμπει η σόμπα ή το τζάκι, β. το ζεμάτισμα από καυτό υγρό.

θέρους (του) : α. ο θερισμός, β. το καλοκαίρι.

θιά και θχιά (η) : α. η θεία, β. (lias : «τζιτζίκου» είναι η ηλικιωμένη θεία )

θιρίσκα (ρ.) : α. έπαθα τροφική δηλητηρίαση, β. έχω έντονες στομαχικές διαταραχές.< Μι θέρσι ρε πιδί…..>

θιρμασιά (η) : α. ο υψηλός πυρετός, β. το μαγκάλι.

(ρ.) : α. ζεσταίνω, β. καίω, γ. ξηραίνω (για φυτά),

θκώς : δικό σου ( αναφέρεται σε πράγμα " ίνι θκώς αυτό του κασκέτου ; " )

θκώμ : δικό μου ''' ''

θκώζουμ : δικός μου ( αναφέρεται σε πρόσωπο )

θλιά (η) : α. η θηλιά με σκοινί, β. θλιάσκα (ρ) τυλίχτηκα με σχοινί.

θλίκʼ (του) : α. κουμπότρυπα, β. θλικώνου (ρ.) = 1. κουμπώνω, 2. πιάνω κάποιον σε παγίδα.

θρασκιάς : βόρθιος άνεμος ,βαρδάρης

θύρα (η) : α. η εσωτερική πόρτα, β. η πόρτα του δωματίου.

…………………………………………….

Ι

Ί. (στιγμιαίο επίφών.) : η απόρριψη αυτών που ακούγονται ή γίνονται.

Ιίίί... (συρόμενο επιφών.) : ο θαυμασμός.

ιά (συνοδεύεται με κίνηση χεριών) : α. να τόσο, β. τόσο δα, γ. ορίστε (με αγένεια).

ιάτουσ-ά (επίρ.) : νά τος (Παπασιώπης).

ιγραίνουμι (ρ.) : α. ιδρώνω, β. δροσίζομαι, γ. βρέχομαι.

ίγκλα : (η) : α. λουρί του σαμαριού ή της σέλας των ζώων που περνά κάτω από την κοιλιά του αλόγου, β. δερμάτινο λουρί που περνούσε κάτω από την κοιλιά του ζώου για να κρατάει το σαμάρι, γ. Προέλευση: από το λατ. Cingula, πηγή : ΙΝΒΑ,

ίδγιασμα (του) : α. το πέρασμα του στημονιού στον ιστό του αργαλειού, β. Προέλευση : από το διάζομαι,

ιδώια (επίρ.) : α. σʼ αυτό το σημείο, β. εδώ πέρα.

ιδώθι (επίρ.) : α. πιο εδώ, β. προς τα εδώ, γ. από τότε ως τώρα (φράση : «απʼ του ʼ12 κʼ ιδώθι» = από το 1912 και μετά).

ιέτσιαϊά (επίρ.) : α. νά έτσι, β. μʼ αυτό τον τρόπο, γ. τοιουτοτρόπως.

ικείθι : (επίρ.) : α. πιο ʼκεί, β. προς τα ʼκεί.

ιλιάτσʼ (του) α. το εμπειρικό ή πρακτικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα, β. (Παπασιώπης = γιατροσόφια, φάρμακα), γ. Δημητράκος από το ίλαος και ιλασθήσομαι = εξιλεώνω, καταπραΰνω, ε. (σημ. lias : ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ).

ιλλινικούρις (οι) : εξεζητημένες λέξεις που ενώ αγνοούμε το νόημά τους τις εκστομίζουμε για να φανούμε σπουδαίοι και, συνήθως γινόμαστε καταγέλαστοι.

ιμάνʼ (του) : α. το φιλότιμο, β. το έλεος, γ. Φράση : «δεν έχʼ ιμάν αφτός!» = είναι σκληρόκαρδος.

ιμιράδʼ (του) : α. το εξημερωμένο ζώο, β. ξυλεία από φυτεία (συνήθως χωρίς ρόζους).

ιντιρέσου (του) : α. το κέρδος, β. το ενδιαφέρον, γ. το διάφορο, δ. Προέλευση : από το αγγλ. interesting, πηγή : Π.Λ.Μπ.

ιξιτάζου (ρ.) : α. δίνω σημασία σε κάτι (οιωνό, σημάδι κτλ.), β. Φράση : «φλάξʼ αυτός τα ιξιτάζʼ αυτά!» = πρόσεχε, αυτός δίνει μεγάλη σημασία, τα ελέγχει.

ιπρουψές (επίρ.) α. προχθές το βράδυ, β. προψές (Παπασιώπης).

ιργαλεία : (τα) : α. τα σύνεργα του τεχνίτη, β. μετ. τα γεννητικά όργανα.

ιρίφς (επίθ.) : α. ο κακομοίρης, β. ο φουκαράς, γ. ο ανόητος, δ. ο ψεύτης, ε. ο κουτοπόνηρος, στ. Προέλευση : από το τουρκ. erif, πηγή : ΑΠΘ.

Ίσιουμα : (του) :α. ο επίπεδος χώρος, β. περιοχή του αγροκτήματος της Επανομής γ. η ισοπέδωση, δ. Φράση : «τα πήρις όλα ίσιουμα» = τα ισοπέδωσες όλα.

ίσκας : ικανοποίηση ,ευχαρίστηση

ίσκιους : α. η σκιά, β. ίσκιουμα (του) = 1. το σκιερό μέρος, 2. το ανήλιο, 3. το φάντασμα, το στχειό*.

ισνάφʼ (του) : α. η συντεχνία, β. Προέλευση : από το τουρ. esnaf , πληθ. του sinif = συντεχνία, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256, γ. (σημ. lias : ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ : ίδε Δημητράτος : συνάφεια = άμεση σχέση, συνένωση, σύνδεση. (lias :Τα κάναμε όλα τούρκικα… σέρβικα, κουτσοβλάχικα…. Άντε μην πώ καμμιά βαρειά κουβέντα…. ).

ιτς : καθόλου ,τίποτα

ιχούμινους (επίθ.) : ο εύπορος.

ιψες : χθές το βράδυ

…………………………………………

Κ

καβάκʼ (του) : η λεύκα.

καβουρμάς (ου) : α. παρασκεύασμα χοιρινού κρέατος, β. καβουρντισμένο χοιρινό κρέας που διατηρείται σε τσουκάλι και είναι σκεπασμένο με λίπος, γ. Προέλευση : από το τουρκ. kavurma, πηγή : ΑΠΘ.

καβαδούρα : αμάνικό ρούχο

καγκανένας (αντων.) : α. κανένας, β. ουδείς, γ. (Παπασιώπης : μόνο επί αρνήσεως).

καγκαμνιάφουρας (επίρ.) : ποτέ των ποτών, β. με καμιά κυβέρνηση, γ. καμιά φορά.

καγκέλʼ : α. (ΑΡ « αμά αυτοί νιέ σκόρδου ιέφαγαν νιέ σκουρδές βρουμούσαν, δεν σταματούσαν τα καγκέλια.»). (τα καμώματα ; ) (lias : αυτή τη λέξη δεν μπόρεσα να μου εξηγηθεί από κανένα).

καγκιλουτό (του) : α. εργόχειρο με δαντελωτή μπορντούρα, β. συνών. τσιγκιλουτό*.

καδίσιου (του) : α. τυρί φέτα βαρελίσια, (όχι τελεμές = τυρί σε λαμαρινένιο δοχείο), β. καδί (του) = 1. το ανοιχτό ξύλινο, μακρόστενο και όρθιο δοχείο που σκεπάζεται με κινητό καπάκι, 2. (σημ. lias : εκεί χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο αλλά και υπήρχε και παρόμοιο δοχείο με κάνουλα στο κάτω μέρος όπυ έβαζαν τα λάχανα για την αρμιά), γ. Προέλευση : από το κάδος.

καζαναργιό (του) : α. ο χώρος που είναι στημένο το καζάνι του τσίπουρου, β. (σημ. lias : παλιότερα, που δεν υπήρχαν τα πλυντήρια οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν τον χώρο αυτό για το πλύσιμο της μπουγάδας επειδή εκεί μπορούσαν να ζεστάνουν άφθονο νερό μέσα στα καζάνια).

καζάντζμα (του) : α. η απόκτηση πλούτου, β. καζαντίζου (ρ.) = πλουτίζω, γ. Προέλευση : από το τουρκ. kazandim<από το περσ. kazanmak, πηγή : ΑΠΘ.

καζίκʼ (του) : α. το παλούκι, β. η απροσδόκητη κακοτυχία, γ. η αποτυχία, δ. το κάζο, ε. τν καζικώνου (ρ.)= 1. την κοπανάω, 2. αποφεύγω κάτι, στ. Φράση : «έπαθα ιένα καζίκʼ!» = έπαθα μία ζημιά! ζ. Προέλευση : από το τουρκ. kazik = παλούκι, πηγή : ΑΠΘ.

καθαρνώ (ρ.) : α. απαλλάσσω από βρωμιές, β. ξεφλουδίζω, γ. ξεδιαλέγω από τα άχρηστα τα καλλίτερα (π.χ. κρεμμύδια, πατάτες), δ. μετ. δολοφονώ.

καϊκιώνου (ρ.) : α. ανταλλάσσω βρισιές, β. γίνομαι κακός, γ. κρατώ κακία, δ. κρατώ μούτρα, ε. θυμώνω,

κακάδ(ι) : ξεραμένο έκκριμα της μύτης

κακαβούλ(ι) : μικρή χύτρα ( εξ ου και Κακαβούλης)

κακανέλια (τα) : α. τα ζαχαρωτά, β. οι ξηροί καρποί, γ. τα μπισκοτάκια, δ. οι καραμέλες, ε. (σημ. lias : γενικά τα τραγανιστά φαγώσιμα που προκαλούν θόρυβο όταν τρώγονται), στ. μετ. τα ηχηρά γέλια. κακαράτζια (οι) : α. οι ξεραμένες λάσπες ή βρωμιές στα ρούχα, β. μικρά κόπρανα ζώου (των προβάτων και των γιδιών).

κακάρουμα (του) : α. ο ξαφνικός θάνατος, β. κακαρώνου (ρ.) = υπερβολικός φόβος, γ. Φράση : «τα κακάρουσιν» = πέθανε.

Κακανίζουμι : γελώ δυνατά

καλά (τα) : α. τα γιορτιάτικα ρούχα, β. οι προκομμένες πράξεις.

καλαμίδʼ (του) : α. το κόκαλο της κνήμης, β. μετ. ψηλός και αδύνατος άνθρωπος, γ. μακρύ καλάμι. καλαμπαλίκʼ (του) : α. συγκέντρωση μεγάλου πλήθους ανθρώπων, β. οχλαγωγία, γ. σωρός αχρείαστων αντικειμένων, δ. συρφετός, ε. Προέλευση : από το τουρκ. kalabalik, πηγή : ΑΠΘ. κουλαούσους (ου) : α. ο επικεφαλής της, β. ο οδηγός, γ. καλαούης = 1. ο κολαούζος, 2. υποζύγιο που πήγαινε μπροστά και οδηγούσε τα άλλα (Χ.Χ.).

καλαφάτζμα : α. το πάκτωμα, το γέμισμα των κενών των αρμών με ξένη ύλη (βαμβάκι, στόκο κτλ.), β. η στεγανοποίηση ξύλινων κατασκευών (βαρέλι, καδί, βάρκα, κτλ.), γ. μετ. η ερωτική πράξη. καλέμʼ : α. η σμίλη (μυτερό σιδερένιο εργαλείο για τον μαρμαρά ή και τον ξυλουργό), β. μονάδα μέτρησης επιφάνειας (φράση : «Τʼν έταξιν πέντι καλέμια χουράφʼ κι δγιό φτιά»), γ. Προέλευση : από το αρχαίο κάλαμος, πηγή : ΑΠΘ.

καλίγουμα : α. το πετάλωμα των ζώων, β. μετ. η ερωτική πράξη, γ. καλιγώνου (ρ.) = α. πεταλώνω, 2. μεταφ. γ**ώ, δ. Προέλευση : από το ελνστ. καλλίγη = παπούτσι, πηγή : ΑΠΘ # Δημητράκος. καλίνγκα (η). το ρόδι, β. καλινγκιά (η) = η ροδιά.

καλκαμπάκ(ι) : κολοκύθα αρκετά μεγάλη ,κύρίως για παρασκευή κολοκυθόπιτας

καλούδγια (τα) : α. τα ευπρόσδεκτα δώρα (γλυκά, παιχνιδάκια κτλ. που προκαλούν χαρά, ιδίως στα παιδιά), β. τα αγαθά του σπιτιού, γ. Φράση : «ιέχουμι ένα σωρό καλούδια!» =δεν μας λείπει τίποτε. Καλουπίχιρου : καλοφτιαγμένο καλπάκʼ (του) : α. γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, β. καπέλο χωρίς γύρο από τσόχα, γ. Προέλευση : από το τουρκ. kalpac, πηγή : ΑΠΘ.

καλτσιούνια (τα) : (πάντα στον πληθ. γιατί ήτανε ζευγάρι) : α. οι μάλλινες πλεχτές και χοντρές κάλτσες ως τον αστράγαλο, για χρήση εντός του σπιτιού, β. Προέλευση : από το ιταλ. calza, πηγή : ΑΠΘ.

κάλφας (ου) : α. ο αρχιμάστορας (σε οικοδομή), β. ο τεχνίτης (για ράφτη ή παπουτσή).

κάμα (του) : α. η ζέστη, β. Προέλευση : από το αρχ. καύμα, πηγή : Π.Λ.Μπ.

καμάρουμα (του) : α. η περηφάνια, β. η εκδήλωση ικανοποίησης για κάτι προσωπικό, το καμάρι, γ. μετ. ο θάνατος, (φράσεις : «τς καμάρουσι», «καμάρουσι τς μασκαράδις» = πέθανε, (σημ. lias : από την εντύπωση που δίνει ο νεκρός πως κοιτάει τις άκρες των παπουτσιών του).

καμλιάφ(ι) : το κλιμαύχι του παππα

καμπόσους (αντων.) :α. αρκετός, β. μπόλικος.

καμπάθκους (επίθ.) : α. ο ακατέργαστος, β. μετ. ο κεκές, ο τσιβδός, γ. ο χοντροκομμένος , δ. ο παράφωνος, ε. καμπάθκου (του) = πυκνοϋφασμένο, χοντρό ρούχο.

καμπαρντίζου (ρ.) : α. καμαρώνω, β. περιαυτολογώ, γ. περηφανεύομαι.

Καμπάριμ : Ας γίνει Προέλευση : από το τουρκ. bari, barim, πηγή : ΑΠΘ.

καμπούλ(ι) : υποχώρηση , παραδοχή

κάμσκου : κάμνω

κανακιέυου (ρ.) : α. χαϊδεύω, β. φροντίζω υπερβολικά (ιδίως μικρό παιδί ή γέροντα), γ. κάμω όλα τα χατίρια σε κάποιον.

κανάτʼ (του) : η πήλινη κανάτα, β. Προέλευση : από το λατιν. cannata, πηγή : ΑΠΘ.

κανάτʼ (του) : α. το συμπαγές φύλλο του παράθυρου ή της δίφυλλης πόρτας χωρίς γρίλιες, β. τα πλαϊνά παράπετα του κάρου που άνοιγαν στα πλάγια για να είναι η καρότσα πιο ευρύχωρη, γ. Προέλευση : από το τουρκ. kanat, πηγή : ΑΠΘ. κανέστρα (η) : α. το πανέρι, β. πλατύ και ρηχό καλάθι χωρίς λαβές, γ. Προέλευση : από το αρχαίο κάνιστρον, πηγή: ΑΠΘ.

κανένας (αντων.) : α κανένας. β καγκανένας( υπερθετικός βαθμός του κανένας)

κανέλα : 1 κάνουλα ,2 στρόφιγγα

κανίσʼ : (του) α. το δώρο που προσφέρεται σε μικρό πανέρι, σκεπασμένο με κεντητό ύφασμα σε επίσημες περιστάσεις (γάμους, βαπτίσια, αρραβώνες κτλ.), ήταν συνήθως είδη χρήσιμα για το νέο νοικοκυριό ή είδη ρουχισμού (σημ. lias : αν τα δώρα ήταν εδώδιμα – γλυκά, ποτά, μεζέδες κλπ – λέγονταν πεσκέσια* και προσφέρονταν στις γιορτές κυρίως, αλλά και τα γεννητούρια), β. κανίσια (τα) = τα δώρα που κάνουν στον αραβώνα κάποιου ζευγαριού, γ. Προέλευση : από το αρχ. κανίσκιον = καλαμένιο καλαθάκι, πηγή : ΑΠΘ.

κανουνάρχισμα (του) : α. η συμβουλή, β. το δασκάλεμα, γ. το ψάλσιμο κάποιου προς υποβοήθηση του κυρίως ψάλτη, δ. (σημ. lias : εκκλησιαστικά = οδηγία ή υποβολή του ιερέα προς τον ψάλτη για τον τόνο ή/και τη σειρά της Ακολουθίας).

κανουνκό : το δικαίωμα κάνουρα : είδος νήματος για ύφανση

κάνουρα : κλώστή για ύφανση κυρίως

καντάρʼ (του) : α. είδος ζυγού χωρίς τάσι αλλά με τρεις γάντζους και με αντίβαρο σιδερένιο βαρίδι, β. μέτρο βάρους ίσο με 44 οκάδες (σημ. lias : 58 κιλά περίπου), γ. κανταρόξυλου (του) = το ξύλο όπου κρεμούσαν το καντάρι για το ζύγισμα, δ. Προέλευση : από το αρχαίο κεντηνάριον, λατιν. centenarium = εκατό ουγγιές, πηγή : ΑΠΘ ).

καντίζου : 1.καταφέρνω 2.χορταίνω

καντίλα (η) : α. το καντήλι, β. ίχνος λαδιού στη σούπα, γ. το πετυχημένο πέταγμα του χαρταετού (όταν μένει ακίνητος στον ουρανό), γ. το μεγάλο καντήλι των εκκλησιών.

καντίπουτα και κάνκαντίπουτα (αντων.) : τίποτε απολύτως. καπαμάς (ου) : είδος φαγητού με κρέας αρνιού και σάλτσα.

καπάκ(ι) : γάστρα .Το σιδερένιο καπάκι που έμπαινε πάνω από το ταψι που περιείχε το φαγητό.

( Εφκιασα ένα φαι στου καπάκ(ι) που δε λιέιτι)

καπσαλιάς : α. ο κακόμοιρος,

καρά (επίθ.) : α. τα μαύρα αλλά και τα άσχημα, β. καράς (ου) = 1. το μαύρο άλογο, 2. μετ. το τραίνο που λειτουργεί με κάρβουνα, γ. καρά (η) = η καρυδιά,

καραβουλιάζου : παραμονεύω ,παρατηρώ ( Από το καραούλι)

καραγάτσʼ (του) : α. η φτελιά, β. το ξύλο της φτελιάς που είναι εξαιρετικά σκληρό.

καραδόντας (επίθ. ) : άνθρωπος με άσχημα ή στραβά δόντια.

καρακαϊπκιώνιου (ρ.) : α. κρύβω πολύ καλά, β. παραχώνω.

καρακόλʼ (του) : α. ο αστυνομικός, β. η αστυνομική περιπολία, γ. η σκοπιά, δ. το αστυνομικό φυλάκιο, ε. Προέλευση : από το βενετ. caraguol, πηγή : ΑΠΘ.

καρακουσʼκά (τα) : α. τα ακατανόητα, β. τα ακαταλαβίστικα λόγια, γ. φράσεις που λέγονταν επίτηδες αλλοιωμένα για να μην καταλαβαίνονται από τρίτα πρόσωπα, δ. (σημ. lias : στην παλιά Επανομή κάθε ομάδα [γειτονιά, παρέα κτλ.] είχε το δικό της συνθηματικό τρόπο για να συνεννοείται. ΄Ισως γι αυτό υπάρχουν και πολλές λέξεις στο ιδίωμα που δυσκολεύουν την κατανόησή του), ε. Προέλευση : από το σύνθ. καρά+ακουστικά.

καρακούσ" : εξόγκωμα

καραμπάσκου (του) : α. το μαύρο αρνί, β. Προέλευση : από το τουρ. karabas. Πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256. καραμπέρας (επίθ.) : α. ο ηλικιωμένος, β. ο γκριζομάλλης, γ. καραμπέρκου (του) = ράτσα περιστεριών.

καραμπουιά (η) : α. μαύρη μπογιά, β. η σκούρα μπογιά γενικώς, γ. μετ. ο μελαψός ή ό έχων κατάμαυρα μαλλιά.

καραμπουρνάτου (του) : α. η σόδα του φαγητού, β. Προέλευση : από το γαλλ. carbonate, το ιταλ. carbonato. Πηγή : ΙΝΒΑ, σελ 254, γ. (Παπασιώπης : ανθρακικόν άλας).

καραμπουρτσιάκʼ (του) : α. ο βίκος, β. χόρτο για ζωοτροφή, η ρόβι, γ. η αλεσμένη ζωοτροφή

καραντάρα (η) : α. μεγάλο χάλκινο και βαρύ αντικείμενο (με ιδιαίτερο ήχο), β. μικρής αξίας αλλά μεγάλου μεγέθους νόμισμα, γ. μεταφ. άχρηστο αντικείμενο.

καρίκ(ι) :σειρά στο χωράφι

καριουφύλʼ : α. το μπαχαρικό γαρύφαλλο, β. είδος εμπροσθογεμούς τουφεκιού με μακριά κάνη που εκπυρσοκροτούσε με φυτίλι.

καρκάλʼ (του) : α. το δυνατό γέλιο, β. καρκαλιούμι (ρ.) = γελώ δυνατά, γ. καρκάλας (επίθ.) = αυτός που γελάει δυνατά.

καρκάτζαλους : καλικάντζαρος

καρμίρς (επίθ.) : α. ο μίζερος, β. ο φιλάργυρος, γ. ο τσιγκούνης, δ. ο κακομοίρης.

καρότσα (η) : α. φανάρι με σήτα για τη φύλαξη των τροφίμων, β. τετράτροχο είδος κάρου που το έσερνε άλογο για τη μεταφορά φορτίων.

κάρου (του) : α. το κάρο, β. το αυτοκίνητο όπως το αποκαλούσαν οι Ελληνοαμερικανοί, γ. υβρ. η παλιογύναικα.

καρούλʼ (του) : α. η τροχαλία, β. κύλινδρος για το τύλιγμα του σχοινιού ή του σύρματος, γ. το πηνίο, δ. ο μακαράς*, ε. καρούλια (τα)(ειρων.) = τα πεταχτά αυτιά.στ. είδος νήματος

καρούτα και καρούτʼ (η) : το πατητήρι των σταφυλιών (σημ. lias : ήταν σχήματος μισού οριζόντιου βαρελιού, σανιδωμένο στον πάτο για να εξέρχεται ο μούστος).

καρουτουστάσʼ (του) : ο χώρος όπου τοποθετούσαν την καρούτα* και πατούσαν τα σταφύλια στον τρύγο (συνήθως υπαίθριος), αλλά και ο υπόγειος χώρος της αποθήκευσης των αντικειμένων του τρύγου (καρούτα, γαλίκια κτλ.).

καρουφύλʼ (του) : το μπαχαρικό γαρύφαλλο β.το λούλούδι γαρύφαλο .

καρόφυλλου (του) : το φύλλο της καρυδιάς αλλά και οι φλούδες του καρυδιού που χρησιμοποιούνταν ως χρωστική ουσία.

καρπιρός (επίθ.) : α. ο γόνιμος αγρός, β. ο πολύτεκνος.

καρπουλόι (του) : α. το δικράνι, β. γεωργικό εργαλείο (μοιάζει με μεγάλο πιρούνι με δύο ή τρεις αιχμές) για τη διαλογή του σταριού κατά το αλώνισμα, γ. Προέλευση : από το συνθ. καρπός+συλλογή. καρσί (επίρ) : α. απέναντι, β. Προέλευση : από το τουρκ. karci, πηγή : ΑΠΘ.

καρσιλαντώ : σημαδεύω

καρτιρώ : (ρ.) : α. περιμένω, β. παραφυλάγω, γ. υπομένω, δ. Προέλευση : από το αρχαίο καρτερία = υπομονή, πηγή : ΑΠΘ.

Καρσιλάντω : σημαδεύω και πετυχίνω ένα στόχο

κασίδʼ (του) : α. το κράνος (Δημητρ.), το κρανίο, β. [b]κασίδα[/] (η) = τριχοφάγος>αλωπεκίαση, γ. κασιδιάρς (επίθ.) = 1. ο ψωριάρης, 2. ο ψωροπερήφανος δ. Προέλευση: από το βυζ. κασσίδιον, πηγή : ΑΠΘ.

κασκαρίκα : α. η στημένη πλάκα, β. ο αστεϊσμός, γ. η φάρσα, δ. το φιάσκο, ε. το πάθημα, στ. απερισκεψία.

κασκό : α. γερό, β. αθάνατο, γ. εύρωστο.

κασκέτου : καπέλο ,κυρίως η τραγιάσκα

κασιλάκʼ (του) : μικρό στολισμένο ξύλινο κουτί για την φύλαξη των κοσμημάτων, (σημ. lias : το αστόλιστο χρησίμευε για το συμμάζεμα των ειδών ραπτικής (καρούλια, βελόνες, κλωστές κτλ.).

κασνάκʼ (του) α. το τελάρο της σήτας κοσκινίσματος, β. η φόρμα για την παρασκευή κασεριού ή άλλων στρόγγυλων τυριών (κεφαλοτύρι, γραβιέρα κτλ.), γ. Προέλευση : από το τουρ. kasnak, πηγή : X.X.

κασταλαή (η) : α. σταχτόνερο, β. τα καθαρά υπολείμματα στάχτης από ξύλα, γ. η αλισίβα, δ. (Ηλ.Ν.Π.: Χρησιμοποιούνταν ως καθαριστικό για το γυάλισμα των χάλκινων, αλλά και ως συστατικό για την παρασκευή γλυκισμάτων (σαλιάργια, μουσταλευριά κτλ.), ε. Προέλευση : από το κατασταλάζω, πηγή : Π.Λ.Μπ.

καταρουή (η) : α. το συνάχι, β. η συνεχής βροχή, γ. δες και κατούργιασμα*.

κατασάρκʼ (του) : α. το κασκορσέ, β. η φανέλα (το εσώρουχο).

κατέβασʼ (η) : α. τα ορμητικά απόνερα της βροχής, β. συνών. ου απόιρας*, γ. το αυλάκι που δημιουργείται από τα νερά της βροχής, δ. κατιβασιά (η) = 1. το συνάχι, 2. το λούκι που έρχεται από τα κεραμίδια στη γη, 3. η θυελλώδης εφόρμηση του κυνηγού στο ποδόσφαιρο.

κάτʼ - καλά (φρ.) : ευτυχώς.

κατλίκʼ (του) : α. ο άνευ λόγου φόβος, β. ο χαλασμός Κυρίου, γ. Φράση : «μας ίφιρις του κατλίκʼ» = μας έφερες συμφορά.

κατόπʼ (του) : α. η παρακολούθηση, β. το ακολούθημα κάποιου, γ. Φράση : «τουν πήρα στου κατόπʼ» = τον πήρα από πίσω, τον ακολούθησα.

κατόφλιους (ου) : α. το πλατύσκαλο της εξώπορτας, το κατώφλι, β. το χοντρό ξύλο που βρίσκεται στο κάτω μέρος της κάσας της εξώπορτας.

Κατούνια : πράγματα διάφορα που κουβαλάει κάποιος

κατράμʼ (του) : η πίσσα.

κατραπάκιασμα (του) : α. το δυνατό ξύλο στο κεφάλι με τα χέρια, β. το λαίμαργο και υπερβολικό φαγητό, γ. μετ. η κακοδαιμονία, δ. κατραπακιά (η) = η καρπαζιά, ε. Φράση : «έφαγα μια κατραπακιά…» = έπαθα μεγάλη ζημιά.

κατρουφτίτσια : μανητάρια

κατσαρό (του) : το σγουρό μαλλί.

κατσάρουμα (του) : α. το καμάρωμα, β. το φούσκωμα, γ. κατσιαρώνουμι (ρ.) 1. καμαρώνω, 2. περηφανεύομαι, δ. κατσιαρώνου (ρ.) = ανοίγω τα σκέλη μου.

κατσιά (η) : α. η ποσότητα του φαγητού που τρώει κάποιος σε ένα γεύμα, β. η παρέα που καταναλώνει την ποσότητα αυτή, γ. η καθισιά,

κατσιάκς (επίθ.) : α ο φοβητσιάρης, β. ο λαγός, γ. ο φυγάς.

κατσιαμάκι (η) : α. είδος φαγητού με καλαμποκίσιο πλιγούρι, β. κατσιαμάκας (επίθ.) = 1. ο ναζιάρης, 2. ο αμόρφωτος, 3. ο αγροίκος.

κατσιαούλʼ (του) : α. το σαγόνι, β. το πηγούνι.

κατσιαμούρ(ι) : ψυλόβροχο

κατσιάρτζμα (του) : α. η τρέλα, β. η παράνοια, γ. κατσιαρντίζου = 1. σιουρδίζου*, 2. χάνω το μυαλό μου,.

κατσίρτσι : 1. το έχασα, 2. τρελάθηκα.

κάτσι καλά (φρ.) : α. ανεπανάληπτα, β. τα πολύ καλά, τα εξαιρετικά, γ. αυτά που δύσκολα περιγράφονται. δ βέβαια και κάθησε καλά

κατσιούλʼ (του) : στρόγγίλη πέτρα από κεραμίδι κυρίως

κουτσλιά : κουτσουλιά

κουτσουγκέλα (η) : ο ελιγμός.

κατσουλιέρς (ου) : ο κορυδαλλός ο λοφιοφόρος.

κατφές (ου) : α. η καλέντουλα, είδος κίτρινου λουλουδιού που ανθίζει όλο το καλοκαίρι, β. το μεταξωτό βελούδο (Δημητράκος).

κάτχια (τα) : μετ. οι στρώσεις με φύλλα της πίττας η μαλιού

κατσ(ι)φός :αλλήθωρος

κατώι (του) : υπόγειος χώρος του σπιτιού που χρησιμοποιείται ως αποθήκη.

καφέθκου (του) : α. το τέως Χιλιόδραχμο επειδή είχε καφέ χρώμα, β. το καφετί χρώμα π.χ. καφέθκου πουλόβερ.

καφκαλιά (η) : α. δυνατό χτύπημα με το κεφάλι, β. η κεφαλιά.

καφκί (του) : μικρό χάλκινο σκεύος (σαν μικρό ποτιστήρι) για τη μεταφορά του λαδιού, το ρόι.

καφτάνʼ (του) : α. μακρύς μανδύας με μανίκια, β. ο ξυλοδαρμός στο κεφάλι.

καψαλνώ (ρ.) : α. καίω κάποιον επιφανειακά, β. καψαλίζω, γ. μετ. το σκάω, δ. καψάλτ΄ (του) = η φευγάλα, ε. καψαλιάρδις (οι) = (ειρων.) = οι κάτοικοι του χωριού Κρόκου.

κέντημα (του) : α. το εργόχειρο, β. το γλυπτό σκάλισμα με σχέδιο σε ξύλο, γ. το σχέδιο με κανέλα στο ρυζόγαλο, δ. το σχεδίασμα, ε. στ. Προέλευση : από το ελνστ. κεντώ, πηγή : ΑΠΘ.

κιαϊμέτʼ (επίρ.) : α. πολύ, β. ένα σωρό, γ. μεγάλη ποσότητα, δ. πλήθος, ε. Φράση : "ιένα κιαϊμέτ'" = ένα σωρό.

κιβούρ (του) : α. ο χώρος όπου τοποθετείται η σωρός, β. (ΑΠΘ = φέρετρο και με επέκταση ο τάφος. Από το βυζ. κιβώριον = θολωτή κατασκευή που στηρίζεται σε μικρούς κίονες και καλύπτει την Αγία Τράπεζα).

κιζάπʼ και γκιζάπʼ* (του) : α. το υδροχλωρικό οξύ, β. Προέλευση : από το τουρκ. kezzap, πηγή : ΑΠΘ.

κικιρίκια (τα) : α. τα φιστίκια, β. οι ξηροί καρποί με σκληρό περίβλημα (φιστίκια, καρύδια, Αιγίνης, φουντούκια κλπ ), γ. αράπικα φιστίκια, δ. Προέλευση : από το παρήχ. καρυδάκια.

κικλής (ου): α. το πουλί κιρκινέζι (μικρό είδος γερακιού) β. μικρός και αδύνατος άνθρωπος.

κιλάρʼ (του) : α. αποθήκη τροφίμων μέσα στο σπίτι, β. Προέλευση : από το λατιν. cellarium, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 253, γ. (σημ. lias : γιατί όχι από το ελληνικό κελίον;).

κιλίμʼ (του) : ο υφαντός μάλλινος διάδρομος με λωρίδες παλιών υφασμάτων (σεντονιών, πλεκτών κτλ.).

κιλό (του) : α. μονάδα βάρους ίση με είκοσι δύο οκάδες (σημ. lias : είκοσι οκτώ κιλά περίπου), β. το κιλό που αντικατέστησε την οκά στη μέτρηση του βάρους.

κινάργια (τα) : παιχνίδι με κότσια ζώων.

κινώνω : σερβίρω

κ(ι)νώ (ρ.) : α. αρχίζω κάτι (π.χ. μια δουλειά), β. ξεκινώ να πάω κάπου,

κινώνου (ρ.) : σερβίρω, β. κοινοποιώ, γ. κένουσι (προστ.)= 1. άδειασε, 2. σερβίρισε, δ. (lias = είναι διαφορετική λέξη : κοινό – κενό ) δες κοινώνου* και κοινουνώ*.

κιόλας (επίρ.) : α. κιόλας, β. (Παπασιώπης) : αμέσως – αμέσως, τόσο γρήγορα.

κιούγκʼ (του) :α. πήλινος σωλήνας αποχέτευσης, γυαλισμένες με τκάλ*, β. (lias : χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους βυρσοδέψες).

κιουμέρʼ και κιμέρʼ (του) : πάνινο ή δερμάτινο πορτοφόλι που φυλάγονταν μέσα από το ζωνάρι.

κιούπʼ (του) : πήλινο κιούπι με μεγάλο στόμιο, (lias : παλιά αποθήκευαν εκεί το αλεύρι).

Κιουσπέτ(ι) : καοπληρωτής

κιουστέκʼ (του) : α. επιστήθιο ασημένιο γυναικείο κόσμημα (πηγή : Σιαμπανόπουλος), β. (Χ.Χ.= πέτσινη ζώνη με τις φυσιγγιοθήκες που φοριούνταν σταυρωτά).

Κιουσπέτ : χωρίς μπέσα ανθρωπος

κιουτέβου (ρ.) : α. αδρανώ, β. μένω αμήχανος, γ. τα χάνω και δεν κάνω τίποτα, δ. δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, ε. φοβούμαι, στ. δειλιάζω, ζ. κιουτής (επίθ.) = ο δειλός, η. Προέλευση από το τουρκ. kotu = κακός, πηγή : ΑΠΘ ).

κιπέγκʼ (του) : α. ξύλινα τάβλα μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού, β. ο ξύλινος μπάγκος των φούρνων για την τοποθέτηση των φρέσκων καρβελιών, γ. προεξέχουσα βάση του παραθύρου του καταστήματος (Παπασιώπης), δ. Προέλευση : από το τούρκ. kepeng = καταπακτή, θυρόφυλλο, ε. δες και κάτχια*.

κιπαζές (ου) : α. το ρεζιλίκι, το ρεζίλι, β. ο περίγελως, γ. Φράση : «κιπιζιές γίνκαμι σʼ όλου του μαχαλά» = ρεζιλευτήκαμε στη γειτονιά.

κιπρί (του) : το μεγάλο κουδούνι με άλλο μικρότερο στο εσωτερικό του που φορούσε το επικεφαλής ζώο του κοπαδιού.

κιπτσές (ου) : τρυπητή κουτάλα, (Δημητράκος).

κιρά (του) : α. το ενοίκιο, β. Προέλευση : από την αρχ. κύριος = κάτοχος.

κιρχανατζής (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που δεν συμπεριφέρεται σαν κύριος, β. άνθρωπος τεμπέλης που φορτώνεται στους άλλους, γ. ο φαντασιόπληκτος, ο παραμυθάς, δ. γενικά είναι βρισιά που μπορεί να ειπωθεί με πολλές έννοιες.

κισάτ(ι) :1.στενοχώρια 2.ανδουλιές

κισές (ου) : α. ο κεσές, β. αβαθές πήλινο δοχείο για την παρασκευή γιαουρτιού, ρυζόγαλου κτλ.

κισλάς : βοσκότοπος ,λιβάδι

κιτσές (ου) : α. είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες τρίχες ή μαλλί, β. Προέλευση : από το τούρκ. kece, πηγή : ΑΠΘ.

κιφάλας (ου) : άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι.

κιφαλάρʼ (του) : α. η νερομάνα, β. πηγή με άφθονο νερό, γ. το ξύλο του κρεβατιού όπου ακουμπάει το κεφάλι, δ. κιφαλαριά (η) = το μέρος του χαλιναριού που εφάπτεται στο μέτωπο του αλόγου, (πηγή : Καραντάνας).

κιφτιδις (ου) : κεφτέδες, β. μετ. οι πλαδαρόι, οι χοντροί, γ. ο δυσκίνητος, δ. ο καταβραχθίζων ευμεγέθη κομμάτια κρέατος,

κιχαϊάς : α. δημογέροντας με χρέη επιτρόπου, β. αυτός που κάνει κουμάντο σε ένα νοικοκυριό, γ. ο επιστάτης, δ. ο οικονόμος.

κʼχ (επιφών.) : α. κίχ, β. τσιμουδιά, γ. τίποτε, δ. κʼκ – μʼκ = 1. μισόλογα, 2. μασημένα λόγια, δ. δες και γκʼκ*.

κλανιάρς (επίθ.) : ο δειλός.

κλαρίζου (ρ.) : α. καθαρίζω τα δέντρα από τα περιττά κλαδιά του κορμού, β. κλαδεύω.

κλειδουμάχειρου (του) : α. ο σουγιάς, β. το μαχαιράκι που η λάμα του κρύβεται στο χερούλι.

κλειδουπνάκʼ (του) : α. σύστημα 3 - 4 βαθιών αλουμινιένιων πιάτων (που έμοιαζαν με κεσέδες ο ένας επάνω στον άλλον) και ασφαλίζονταν για τη μεταφορά του φαγητού από το σπίτι στο μαγαζί ή στο χωράφι, β. (σημ. lias : παλιά δούλευαν από το πρωί ως τα μεσάνυχτα και τους κουβαλούσαν το φαγητό στη δουλειά!).

κλησιά : εκκλησία

κλησιάρς : νεοκόρος

κλόκ(ι) : κυκλικό σχήμα

κλουκουτώ : ανακατώνω

κλιά (η) : α. η κοιλιά, β. κλιές = φαγητό με αρνίσιες ή κατσικίσιες κοιλιές (όχι μπουμπάρ*).

κʼλίφʼ και κλιούφʼ (του) : α. η μαξιλαροθήκη, β. Προέλευση : από το αρχ. κελύφιον<κέλυφος, πηγή : ΑΠΘ.

κόπα : σωρός

κόρφους : ο χώρος μεταξύ ενός πουκάμισου και του στήθους

κουλόθρα (η) : η δερματική πάθηση του κεφαλιού (λεπίαση του τριχωτού) κάτι σαν έντονη πιτυρίδα.

κλόστς (ου) : α. ο πλάστης για το άπλωμα του φύλλου της πίτας, β. μακρύ στρόγγυλο ξύλο για το άπλωμα του φύλλου της πίτας.

κλούτσα (η) : αναπηρία ( "από του κάτσμου κλούτσιασαν τα πουδαριάμ").

κλώθου (ρ.) : α. κλώθω, β. επεξεργάζομαι το νήμα.

κλώθουμι (ρ.) : α. κωλυσιεργώ, β. περιτριγυρίζω άσκοπα, γ. καθυστερώ, δ. (Νιάνια : «κλώσκις» = γύρισες, στριφογύρισες), ε. κλώστα (προστ.) = μην καθυστερείς.

κλώτσ(ι)κα : γυροβολιά ,γύρα

κλώσις (οι) : α. οι πλεξούδες των μαλλιών, β. (lias : και του τσουρεκιού, του ψωμιού, κτλ.), γ. οι κότες που γενούν και επωάζουν, δ. οι κότες που έχουν κοτοπουλάκια, ε. κλώσα (η) = ειρ. ανόητη, αφελής γυναίκα, στ. κλουσαριά (η) = η κότα που κλωσάει τα αυγά.

κνούπʼ (του) : α. το κουνούπι ή και η σκνίπα, β. μετ. ο υπερβολικά μεθυσμένος.

κόβουμι (ρ.) : α. κόβομαι (στο χέρι, στο πόδι κτλ.), β. μετ. ενδιαφέρομαι υπερβολικά για κάποια κοπέλλα.

κόθρους (ου) : α. η τραγανή στριφογυριστή άκρη της πίτας που εφάπτεται στα χείλη του σινιού, β. κόθρις = οι στεγνές κόρες του ψωμιού (χρησίμευαν στην παπάρα*), γ. Προέλευση από το αρχαίο κόθρος = χείλος ταψιού, πηγή : Δημητράκος /// Π.Λ.Μπ.: κώθα = ποτήρι. κοινουνώ (ρ.) : μεταλαμβάνω.

κοινώνου (ρ.) : α. σερβίρω, β. ανακοινώνω, δημοσιοποιώ, γ.μεταλαβαίνω Προέλευση : από το αρχαίο κενώ, δ. δες κινώνου*.

κόκκαλου (του) : α. το κόκαλο, β. το γλωσσίδι για το φόρεμα των παπουτσιών, γ. το κουκούτσι των φρούτων, δ. (σημ. lias : λέγεται και γλώσσα, γλουσίδʼ και κλιτσιμπί [κλίτς+μπει]).

κόμπους (ου) : α. ο κόμπος του σχοινιού, β. πολύ μικρή ποσότητα, γ. το «στέγνωμα» του λαιμού από τη στενοχώρια, δ. μετ. το μικρό κομπόδεμα (συνήθως σε ένα δεμένο μαντήλι), ε. Φράσεις : «τόδισα κόμπου» = δεν πρόκειται να το ξεχάσω, «έχου ένα κόμπου στου λιμό» = έχω μεγάλη στενοχώρια, στ. (Νιάνια : κόμπος = η σταλαγματιά), ζ. (Χ.Χ. κεφάλι καρφίτσας – κομπόδεμα).

κόπανους (ου) : α. πλατύ και χοντρό ξύλο για το χτύπημα των ρούχων ή κλινοσκεπασμάτων όταν τα έπλεναν για να καθαρίσουν καλλίτερα, β. μετ. ο ανέντιμος άνθρωπος, γ. Προέλευση : από το αρχαίο κόπανον = γουδοχέρι, πηγή : ΑΠΘ.

κόπιλους (επίθ.) : α. ο κακοήθης, β. ο ανήθικος, γ. κουπέλ (του) = ο βοηθός, γ. Προέλευση : από το αλβ. kopil,= δούλος, πηγή : ΑΠΘ.

κόπτσα (η) : α. γάντζος και κρίκος που αντικαθιστά το κουμπί στον γυναικείο ρουχισμό, β. Προέλευση : από το τούρκ. kopca, πηγή : ΑΠΘ.

κόρδα : α. η χορδή, το τέλι, β. μετ. η πείνα γ. το σχοινί της ρόδας του τσικρικιού*, δ. το κουράγιο, ε. Φράσεις : 1. «ιέχου κάτʼ κόρδις!» = πεινώ πολύ, 2. «μι κόπκαν οι κόρδις» = δεν έχω κουράγιο, τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, ε. (σημ lias : οι χορδές των οργάνων παλαιότερα γίνονταν με στεγνά έντερα ζώων).

κόρις (οι) : α. οι στεγνές κόρες ψωμιού, β. μικρές φέτες κυδωνιού, μήλου κλπ. γ. κόρις μι πιτμέζʼ = είδος γλυκού με φέτες κυδωνιού, στεγνών δαμάσκηνων, βερίκοκων κτλ. μαζί με πετιμέζι,

κόρτσα (η) : ο κοριός.

κόσα (η) : α. είδος μεγάλου δρεπανιού με μακρύ στειλιάρι για το κόψιμο των αγριόχορτων, β. Προέλευση : από το βουλγ. kosa, πηγή : ΑΠΘ.

κότσʼ (του) : α. το κόκαλο του αστράγαλου, β. μετ. το τσαγανό, γ. Φράση : «δεν έχς τα κότσια ρα» = δεν έχεις το σθένος, δ. το στέλεχος του καρπού του καλαμποκιού που χρησίμευε σαν πώμα σε μπουκάλια, ε. κουτσνάρʼ* (του) = η άκρη του κόκαλου της φτερούγας των πουλιών.

κουβαλνιούμι (ρ.) : επισκέπτομαι απρόσκλητος κάποιον.

κουζιάκς (επίθ.) : ο κοντός.

κουκόνα (η) : α. η μικρή όμορφη κοπέλα, β. μορφή κοριτσιού με το οποίο στόλιζαν τα λαήνια , γ. Φράση : «κουκόνα απου λαϊνʼ" = πολύ όμορφο κορίτσι.

κουκούδʼ (του) : α. το ξεραμένο αίμα μίας πληγής, β. ξεραμένο φλέγμα της μύτης, γ. το εξάνθημα. κουκούλʼ (του) : α. η φούσκα, β. το βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, γ. μάλλινος σκούφος, δ. ο όρχις. κουκλώνουμι (ρ.) : σκεπάζομαι, β. τυλίγομαι, γ. κουκουλώθκιν = τον τύλιξαν και τον πάντρεψαν, δ. κουκλώνου (ρ.) 1. αποκρύβω κάτι, 2. «τυλίγω» κάποιον ερωτικά.

κούκους (η) : α. ο κότσος των μαλλιών, β. (Ζ.Κ. αφήγηση) οι κοπέλες όταν αρραβωνιάζονταν έκαναν τα μαλλιά τους κούκο, ήταν δηλαδή δηλωτικό, όπως και η βέρα, γ. δες και ξικουκούμʼ*, δ. ειρ. Φράση : «η κούκου στʼ φαλάκρα» = τα μαλλιά που σκεπάζουν τη φαλάκρα, δ. μετ. η γενετήσια ορμή (φράση : «σε κάνι κούκου;» = σου σηκώνεται το πέος;

κούκους (ου) : α. το πουλί κούκος, β. το ρολόι, γ. ο κότσος των μαλλιών, δ. η στοίβα διαφόρων αντικειμένων ιδίως (πολλών πιάτων αλλά ακόμη και χρημάτων), ε. η ντάνα.

Κουκουναρς : άνδρας από την πόλη

Κουκόνα : γυναίκα από την πόλη

κουκότα : πέτρα για σφενδόνα κυρίως

κουλαίνουμι (ρ.) : α. μου «κόβονται» τα πόδια, β. Προέλευση από το κουλός.

κουλάζουμι : αμαρτάνω

κουλαούζους (επίθ.) : ο καθοδηγητής, β. ο οδηγός.

κουλάϊ :κουράγιο, μέθοδος ,λύση

κουλμπίσια : βαφτίσια

κουλί (του) : α. ο γλουτός, β. το γυμνό πίσω μέρος του μπουτιού, γ. το κωλομέρι, δ. ο πισινός, ε. Προέλευση : από το κοίλος, πηγή Π.Λ.Μπ.

κουλουκίθα (η) : α. η ξερή κολοκύθα (για γλυκό, πίτα κλπ.), β. μετ. ο κουτός άνθρωπος, γ. η φλάσκα κολοκύθα (η νεροκολοκύθα) που αφού την ξέραναν, καθάριζαν εσωτερικά την ψίχα της και τη χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά νερού, κρασιού κτλ., δ. κουλουκίθʼ (του) = 1. το κολοκύθι, 2. μετ. ο χαζός, ε. κουλουκθάτου (του) = γλυκό του κουταλιού με κολοκύθα, ε. (lias : Προσοχή ! Ενώ για τα γλυκά προσδιορίζουμε την προέλευσή τους από τον καρπό που αποτελεί την πρώτη ύλη, π.χ. κυδουνάτου, καρυδάτου, κουλουκθάτου κτλ. δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα φαγητά. Δεν λέμε στα Επανομίτικα πρασάτου, λαχανάτου κτλ. αλλά λέμε γρουν μι λάχανου κτλ.)

κουλουργιάζου (ρ) : α. τυλίγω, β. καταφέρνω και πείθω κάποιον, γ. μπερδεύω, δ. κάνω μία δουλειά πρόχειρα και με βιασύνη, ε. καταφέρνω κάποιον για παντρειά.

κουλουμέρια : τα οπίσθια

κουλουμπουρντώ :αναποδογυρίζω

κουλουρίζʼ (του) : η παραφυάδα.

κουλσούνʼ (επιφών.) : μπράβο!

κουλόθα : δερματοπάθεια

κουμαρτζής (επίθ.) : α. ο μανιώδης χαρτοπαίκτης, β. ο τζογαδόρος, γ. κουμάρου (του) = η μανιώδης χαρτοπαιξία (ή άλλο τυχερό παιχνίδι [π.χ. ζάρια]) με σκοπό το εύκολο κέρδος, δ. Προέλευση : από το τουρκ. kumar = χαρτοπαιξία, πηγή: ΑΠΘ.

κ(ι)μάσʼ (του) : α. μικρός προστατευμένος χώρος για χρήση από πτηνά (κότες, περιστέρια, χήνες κτλ. – όχι ζώα), β. ο ορνιθώνας, γ. μετ. ο βρώμικος, ο ύπουλος άνθρωπος, δ. ο παλιοχαρακτήρας. κουμασλίκʼ : α. κομμάτι υφάσματος αρκετό για ένα φόρεμα, β. (σημ. lias : Ο Ηλιαδ. στη «χαρά» εξειδικεύει ότι πρόκειται για δώρα (κουμασλίκια) της νύφης στους οικείους του γαμπρού που στέλνονταν το Σαββατόβραδο πριν από το γάμο), γ. Προέλευση : από το τουρκ. kumas = ύφασμα, πηγή : ΑΠΘ.

κουματσιούλʼ (του) : α. το κομματάκι, β. κουματσιούλια (τα) = σπασμένα μικρά κομμάτια (από γυαλιά, κεραμικά, ψωμί κτλ.) Κουματσιόλα =Μεγάλο κομμάτι

κουμπάκ(ι) : ο καρπός του καλαμποκιού

κουμπγιάζουμι (ρ.) : α. δυσκολεύομαι να καταπιώ, β. διστάζω, γ. μιλώ με δυσκολία ή με διακοπές, δ. Προέλευση : από το κόμπος, πηγή : ΑΠΘ.

κουμπίνα : θεριζοαλωνιστική μηχανή

Κουμούλα : γεμάτο υπερβολικά

κουνίστρα : (η) : α. η προκλητική γυναίκα (που κουνάει υπερβολικά τους γοφούς της), β. μετ. ο ομοφυλόφιλος, γ. το κουνιστό αλογάκι, προβατάκι ή άλλο παιχνίδι των μωρών, δ. το κρεβατάκι του μωρού που κινείται για να ηρεμήσει, ε. το μπισίκʼ*.

κουντίλʼ (του) : α. μολύβι, β. κιμωλία, γ.κομάτια στρόγγυλου ξύλου. Προέλευση : από το υποκ. της λ. κοντός = κοντάρι, πηγή : Π.Λ.Μπ.

κουντλώ : παραπατώ

κουντό (του) : α. το κοντάρι, β. η λαβή του σκεπαρνιού, γ. Φράση : «θέλς αν σι δ'ωσου μια μι του κουντό» = απειλή ξυλοδαρμού, δ. Προέλευση : από το αρχαίο κοντός = κοντάρι, πηγή : ΑΠΘ. κουντόγνουμους (επίθ.) : ο στενόμυαλος.

κουντουγούνʼ (του) : α. η κοντή γούνα, β. το γούνινο ημίπαλτο (μέχρι τα γόνατα).

κουπάνα (η) : α. η ξύλινη σκάφη, β. μετ. το σκασιαρχείο από τη δουλειά ή το σχολείο, γ. κουπανατζής (επίθ.) = αυτός που αποφεύγει μία ομαδική εργασία, δ. η ζμπόμπα*.

κουπανίζου (ρ.) : α. χτυπώ δυνατά, β. ανταπαντώ με σκληρά λόγια, γ. Φράση : «μνιά χαρά τςτα κουπάνσα…» = πολύ καλά έκανα και την μάλωσα.

κουπανστιά :πέσιμο

κουπέλʼ (του) : α. το μπάσταρδο, β. το εξώγαμο, γ. ο υπηρέτης (και μάλιστα για βαριές δουλειές) δ. Φράση : «ιέχου ιένα κουπέλ πʼ όλις τς δλιές μιτς φκιάν!», ε. (σημ. lias : το κοπέλι = αγόρι μόνο στην Κρήτη συνηθίζεται, ε. Προέλευση : από το αλβ. kopil = υπηρέτης, πηγή : ΑΠΘ.

κουπιλόπλου (του) : α. το σκανδαλιάρικο παιδί, β. ο αντιπαθητικός πιτσιρικάς.

κουπούκʼ : (του) : α. ο αλητόβιος, β. Προέλευση : από το τούρκ. kopuk, πηγή : ΑΠΘ.

κουπόϊ : κυνηγιτικό σκυλί

κουραδιασμένους (επίθ.) : α. ο ξεραμένος, β. μετ. ο λερωμένος που ξεράθηκαν οι βρωμιές επάνω του.

κουραχάνʼ : α. το ανέκδοτο, β. η χοντροκομμένη πλάκα.

κουρασάνʼ (του) : α. το αμμοκονίαμα για το σοβάτισμα των τοίχων, β. μίγμα ασβέστη και άμμου. κουρδέλια (τα) : α. τα παπούτσια με κορδόνι, β. Φράση : «ιού λιανό κουρδέλʼ…» = υποτιμ. κατώτερος άνθρωπος, γ. Προέλευση : από το βενετ. cordella, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 254.

κουρδώνου (ρ.) : α. ερεθίζω το πέος σε στύση, β. τεντώνω αγέρωχα (το σώμα, το κορμί κτλ.), γ. κουρδώνουμι (ρ.) = 1. καμαρώνω, 2. περηφανεύομαι.

κουριά :κόρα του ψωμιού

κούρκους (ου) : α. η γαλοπούλα, β. συνών. μισίρκους*, τούρκους*.

κουρκούτʼ (του) : α. ο χυλός, β. Φράση : «μʼ έκανις του μιαλό κουρκούτʼ» = με ζάλισες ), γ. κουρκούτας (επίθ.) = 1. ο ακάθαρτος, 2. (Χ.Χ.) = ο λερωμένος, δ. κουρκουτάζουμι (ρ.) = 1. ζαλίζομαι, 2. μπερδεύομαι.

κούρκους : γαλοπούλα

κουρκούτ(ι) :χυλός από αλεύρι και νερό

κουρμός (επίρ.) : Ο κορμός του φυτού

κούρβα. η στροφή του δρόμου, β. η καμπύλη, γ. μετ. η σωματώδης πόρνη, δ. Προέλευση : από το λατιν. curvus = λυγισμένος, πηγή : ΑΠΘ.

κουρμπάνʼ (του) : α. εκλεκτά κομμάτια κρέατος που προορίζονται για συνεισφορά σε φαγοπότι ή γλέντι πανηγύρια (πηγή lias από Καραντάνα),

κούρμπέτ : α. η πιάτσα, β. η βιοπάλη, γ. γκουρμπέτς (επίθ.) = 1. ο περπατημένος, 2. ο αλανιάρης, 3. ο πλανόδιος, 4. ο γύφτος, δ. Προέλευση : από το τούρκ. gurbet = ξενιτιά, πηγή : ΑΠΘ.

κουρνιαχτός : σκόνη

κουρντίζου : : α. κουρδίζω (το ρολόι, το πιάνο, την κιθάρα κτλ.), β. μετ. πειράζω τον άλλο ώστε να τεντωθούν τα νεύρα του, γ. εκνευρίζω, δ. (Χ.Χ. : κουρντίζου = γεννάω), ε. (Παπασιώπης : κουρντίζν = φορούν επιδεικτικά ), στ. Προέλευση : από το αρχαίο κόρδα = χορδή, πηγή : ΑΠΘ.

κούρπιτους (ου) : α. το έντομο σκνίπα, β. ο μεθυσμένος, γ. (Μαλούτας : προέλευση από το αγγλ. carpet, ιταλ. carpeto = ήπιε τόσο πολύ που έπεσε στο χαλί και δεν μπορεί να σηκωθεί απ΄ αυτό). κουρόνα (η) : α. παιδικό παιχνίδι με νομίσματα, β. δες πιχνίδγια*.

κουρσιούμ(ι) :μεταλική μπίλια

κουρτσιαβέλ(ι) : κοριτσάκι

κουρφή (η) : α. η κορυφή, β. το πάνω και πίσω μέρος του τριχωτού της κεφαλής (φράση : «άμα έχς δυό κουρφές… δυό φουρές τα παντριφτείς!».

κουσια (η) : Η πλεξούδα

κουσκιντστή (η) : α. η ποσότητα που ρίχνουμε με το πιάτο για να κοσκινίσουμε κάτι, β. επαναλαμβανόμενη ρίψη μικροποσότητας υλικών για κοσκίνισμα, γ. (Νιάνια : κουσκιντστές = ποσότητες αλευριού για κοσκίνισμα).

κουσούρʼ (του) : το ελάττωμα.

κούσπα (η) : α. η τούμπα από κόπρανα, β. μετ. κούσπαρς (ου) 1. ο πλαδαρός άνθρωπος, 2. ο δυσκίνητος, γ. κούσπου και κουσπαρέλου (η) = η κωλαρού και δυσκίνητη γυναίκα.

κούτιου (του) : α. η κουτή, β. μετ. το άδειο κεφάλι, γ. το αδέσποτο μικρό σκυλί, δ. Φράση : «χαμένου κούτιου» = χαμένο σκυλί.

κουτκας(ου) : α. το πίσω μέρος του κεφαλιού, β. μετ. άνθρωπος με άδειο κεφάλι, γ. Προέλευση : από το αρχ. κοττίς, = ινίο, πηγή : Χ.Χ.

κουτρουβαλιάζουμι (ρ.) : α. κατρακυλώ με το κεφάλι κάτω, β. Χ.Χ.: κουτρουβάλα = κούτσουρο. κούτσκους (επίθ.) : ο μικρός.

κουτσνάρ (του) : α. η άσαρκη άκρη των άκρων των πτηνών (ποδιών και πτερών), β. τα ακροδάχτυλα, γ. το μέρος των ζώων από τον αστράγαλο μέχρι την πατούσα.

κουτσούλα (η) : α. το περίττωμα των πουλιών, β. μετ. η μικρή ποσότητα, (φράση : «μʼ έδουκι μιά κουτσούλια φαΐ»), γ. κουτσουλιάης (ου) = αυτός που κάνει μισές δουλειές. κουτσουμίτς (επίθ.) : ο άνθρωπος με μικρή μύτη.

κουτζιαμάν : ολόκληρος(η) ,μεγάλος

κουτσουπέτνους (ου) : α. άτομο που φοράει κοντά παντελόνια ή φοράει το παντελόνι με γυρισμένα τα ριβέρ, με τον τρόπο που τα γυρίζουν οι ψαράδες, β. μετ. ο κουτσός.

κούτσουρου (του) : α. ξερό ξύλο κληματαριάς για κάψιμο, β. άνθρωπος ανεπίδεκτος μαθήσεως, γ. μετ. ο ξεροκέφαλος, δ. Φράση : «έκαμα του κούτσουρου» = προσποιήθηκα τον ανήξερο. κουτσουρέινιους (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που επιμένει στην άποψή του έστω κι αν είναι λαθεμένη, β. ο ισχυρογνώμων, γ. ο ξεροκέφαλος, δ. ο άξεστος, ε. συνών. : του ντβάρʼ*.

κουτσουδούλια : μικροδουλιές

κουτσουφόκαλου (του) : α. φαγωμένη χορτάρινη σκούπα, β. ειρων. ο κοντός.

κφογρούνου (του) : α. ο περιφρονημένος άνθρωπος, β. ο άνθρωπος που του δίνουμε λίγη αξία, γ. ο αργόστροφος.

κουφουτίλʼ (του) : το πώμα (με τρύπα στο κέντρο όπου έμπαινε ένα μικρό ξυλάκι για να τη βουλώσει) στη θέση της κάνουλας του βαρελιού.

κόχʼ (η) : α. το κοίλωμα του τοίχου, β. η στρογγυλεμένη γωνία μεταξύ δύο τοίχων, γ. θέση δίπλα στο τζάκι, δ. Φράση : «τουν έβαλα ζτ κόχʼ» = τον τίμησα, τον περιποιήθηκα., ε. (lias : στη παλιά Επανομή η θέση που προορίζονταν για τον παππού ή τον επισκέπτη ήταν δίπλα στο τζάκι).

κόψιμου (του) : α. το κόψιμο, β. η διάρροια, γ. μετ. το ενδιαφέρον για εκπρόσωπο του άλλου φύλου, δ. η εμφάνιση.

κράζου (ρ.) : α. φωνάζω πολύ δυνατά, β. επιτιμώ κάποιον με δυνατές φωνές, γ. καλώ κάποιον από μακριά να έλθει προς το μέρος μου, δ. Φράση : «έφαγα ένα κράξμου…» = με κορόιδεψαν αλλά και με μάλωσαν.

κράνου (του) : α. ο καρπός της κρανιάς, β. ειρων. ο εγωιστής, γ. κρανίσια (η) = βέργα φτιαγμένη με κλωνάρι κρανιάς, διακρίνεται για το μικρό βάρος, την μεγάλη αντοχή και τους πολλούς κόμπους, γ. κρανιά (η) = το δέντρο κόρνος ο άρρην.

κράνιασμα : πιάσιμο (κρανιάσκι του χέρι 'μ = πιάστικε το χέρι μου

κριτσιανός (επίθ.) : α. ο τραγανός, β. κριτσιανό (του) = ο χόνδρος του κρέατος των πουλερικών (το άσπρο μαλακό κόκαλο), γ. μετ. το κοριτσάκι.

Κριτσιάντα :Το τραγανο μέρος του ψωμιού

κρέμασʼ (η) : η κλίση του εδάφους και της σκεπής, β. βαριά σύννεφα για βροχή, γ. η ασθένεια κήλη. κρένου (ρ.) : α. μιλώ, β. εκθέτω την άποψή μου, γ. κρίνω, δ. Προέλευση : από το αρχ. κρίνω, πηγή : Π.Λ.Μπ. κρέχτους (επίθ.) α. ο δροσερός, β. ο φρέσκος, ο νωπός γ. ο τρυφερός, δ. μετ. κρέχτʼ (η) = η ξανθιά όμορφη γυναίκα, ε. κριχτάδα (η) = 1. η ζωηράδα, 2. η φρεσκάδα,

κρέπ(ι) : μαντήλα γυναικία

κρίνα : κουτί ( μια κρίνα σπίρτα)

κρικέλα (η) : α. κρίκος εντοιχισμένος για το πρόχειρο δέσιμο των ζώων στην αυλή, β. στρόγγυλος κρίκος στη πόρτα για ρόπτρο.

κριτσιανίζου (ρ.) : μασώ κάτι τραγανό.

κριτσνώ : τριζω

κριτσμάς (ου) : α. ο σταυρός από άχυρα που τον τοποθετούσαν στην κορυφή της τούμπας των δεματιών του σιταριού, β. το φαγοπότι μετά το τέλος του θερισμού.

κρούου (ρ.) : α. χτυπώ, β. δέρνω, γ. βαράω, δ. κρούουμι (ρ.) = χτυπιέμαι από πόνο κυρίως, ε. Φράση : «του κρούει του μπακράτσʼ» = είναι κίναιδος.

κρουσταλίθρα : παγοσταλακτίτης που γινόταν στις στέγες με το κρύο του χειμώνα

κρυάδα (η) : α. το ψύχος, β. μετ. η ψυχρολουσία, γ. κρυαδίζʼ (ρ.) = αρχίζει να κάνει κρύο.

κρυψώνα (η) : α. το σκασιαρχείο, β. η κρύπτη, η κρυψώνα, γ. (lias : επί τουρκοκρατίας συνήθιζαν τα σπίτια να διαθέτουν μία κρυψώνα ιδίως για τα πολύτιμα αντικείμενα, διότι γινόταν πολλές επιδρομές και λεηλασίες.

κτάρʼ (του) : το κατακάθι του ξυδιού που χρησιμοποιείται ως μαγιά για άλλο ξύδι.

κτί (του) : α. το κουτί, β. η κάλπη, γ. το τηλέφωνο, δ. γενικά κάθε τι ηλεκτρονικό όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο κτλ. ε. κτούκʼ (του) = 1. το κουτάκι, 2. μετ. το άδειο κεφάλι, 3. ειρων. = ο κουτός.

κ'τσάκ(ι) :κουτσ.ο

κυδουνάτου (του) : α. γλυκό του κουταλιού με τριμμένα κυδώνια και ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα ή φιστίκια), β. φαγητό φούρνου με κρέας αλλά αντί για πατάτες έβαζαν χοντρές φέτες κυδωνιά, γ. Φράση : «κυδουνάτου φαΐ» = εξαιρετικά ωραία γυναίκα.

κυπρουκούδουνου (του) : α. το μεγάλο κουδούνι που φορούσαν στα μεγάλα ζώα, β. μετ. ο κοντόγνωμος,

κιφάλας (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που δεν εννοεί να καταλάβει κάτι, β. ο άνθρωπος που δύσκολα μπορεί να συνετιστεί, γ. κιφάλας* = άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι, δ. (ΧΧ = κουφός ), ε. Προέλευση : από το κούφιος>κουφάλα, πηγή : Π.Λ.Μπ.

κφός (επίθ.) : α. α κουφός, β. μετ. ο απρόσιτος τύπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: